Ο όρος "double sampling" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/dʌbəl ˈsæmplɪŋ/
Η "double sampling" αναφέρεται σε μια μέθοδο στατιστικής δειγμάτων όπου ένα δείγμα επιλέγεται δύο φορές για την ίδια τη διαδικασία, συχνά για να επιβεβαιωθούν τα αποτελέσματα ή να βελτιωθεί η ακρίβεια της εκτίμησης. Αυτή η μέθοδος χρησιμοποιείται κυρίως σε ποσοτικές έρευνες και μελέτες, όπως οι έρευνες αγοράς και οι επιστημονικές έρευνες.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά, στατιστικά και ερευνητικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης του είναι πιο υψηλή σε γραπτές αναφορές και άρθρα σε αντίθεση με τον προφορικό λόγο.
"Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν διπλή δειγματοληψία για να διασφαλίσουν την ακρίβεια των δεδομένων τους."
"Double sampling can help identify outliers in the survey results."
"Η διπλή δειγματοληψία μπορεί να βοηθήσει στην αναγνώριση εξαιρέσεων στα αποτελέσματα της έρευνας."
"In high-stakes testing, double sampling is common to verify scores."
Δεν υπάρχουν ευρέως αναγνωρισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που να περιλαμβάνουν τη φράση "double sampling". Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ειδικές περιπτώσεις που σχετίζονται με τη στατιστική και την έρευνα:
"Η χρήση διπλής δειγματοληψίας είναι το πρότυπο χρυσού για τη διασφάλιση της ακεραιότητας των δεδομένων."
"Adopting double sampling practices can significantly improve the reliability of your findings."
"Η υιοθέτηση πρακτικών διπλής δειγματοληψίας μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την αξιοπιστία των ευρημάτων σας."
"In clinical trials, double sampling may help validate the effectiveness of new treatments."
Η φράση "double sampling" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, όπου "double" σημαίνει "διπλός" και "sampling" προέρχεται από το ρήμα "sample," που σημαίνει "να επιλέγω ένα δείγμα". Συνδυάζονται για να δηλώσουν τη διαδικασία της δειγματοληψίας δύο φορές.
Συνώνυμα: - Dual sampling - Repeated sampling
Αντώνυμα: - Single sampling - Random sampling (σε ορισμένα συμφραζόμενα)
Η φράση "double sampling" είναι πιο ειδική και τεχνική, καθιστώντας την λιγότερο κοινή συγκριτικά με τους πιο γενικούς όρους όπως "single sampling."