"double-circuit" είναι ουσιαστικό και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως επίθετο.
/dʌbəl ˈsɜːrkɪt/
Η λέξη "double-circuit" αναφέρεται σε έναν σχεδιασμό ή δομή που περιλαμβάνει δύο κυκλώματα που εργάζονται παράλληλα ή που συνδέονται μεταξύ τους. Συνήθως χρησιμοποιείται σε πλαίσια που σχετίζονται με την ηλεκτρολογία, την αυτοκινητοβιομηχανία ή τις επικοινωνίες. Η χρήση της είναι συχνά τεχνική ή επιστημονική, και επομένως είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο παρά σε προφορικές συνομιλίες.
The electrician installed a double-circuit system to improve energy efficiency.
Ο ηλεκτρολόγος εγκατέστησε ένα διπλό κύκλωμα για να βελτιώσει την αποδοτικότητα της ενέργειας.
The new building design incorporates a double-circuit layout for the wiring.
Ο νέος σχεδιασμός του κτηρίου περιλαμβάνει μια διάταξη διπλού κυκλώματος για την καλωδίωση.
Using a double-circuit configuration increases the reliability of power supply.
Η χρήση μιας διάταξης διπλού κυκλώματος αυξάνει την αξιοπιστία της τροφοδοσίας ενέργειας.
Η φράση "double-circuit" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να γίνει αναφορά σε σχετικές τεχνικές εκφράσεις:
Double-circuit system provides redundancy in case of failure.
Το σύστημα διπλού κυκλώματος παρέχει αναγνωρισιμότητα σε περίπτωση αποτυχίας.
In a double-circuit arrangement, both paths are utilized for optimal performance.
Σε διάταξη διπλού κυκλώματος, και οι δύο διαδρομές χρησιμοποιούνται για βέλτιστη απόδοση.
A double-circuit solution is essential for critical infrastructure.
Μια λύση διπλού κυκλώματος είναι απαραίτητη για κρίσιμες υποδομές.
Η λέξη προέρχεται από τη σύνθεση του "double" (διπλός) και "circuit" (κύκλωμα). Το "double" προέρχεται από το γαλλικό "double", που σημαίνει δύο φορές, και το "circuit" προέρχεται από το λατινικό "circuitus", που σημαίνει περίκλειση ή περιφέρεια.
Συνώνυμα: - Dual-circuit - Twin-circuit
Αντώνυμα: - Single-circuit - Simple circuit