Ουσιαστικό
/ˈdʌbəl ˈdɪpɪŋ/
Η φράση "double-dipping" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Αγγλικά για να περιγράψει την πράξη να εκμεταλλεύεται κανείς μια κατάσταση ή έναν πόρο δύο φορές, συνήθως σε οικονομικά ή κοινωνικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με την οικονομία και τη διοίκηση, αλλά εμφανίζεται επίσης σε προφορικές συζητήσεις.
Η εταιρεία κατηγορήθηκε για διπλό μπούκωμα, διότι συγκέντρωνε κεφάλαια τόσο από την κυβέρνηση όσο και από ιδιώτες επενδυτές.
Double-dipping in the buffet line can be seen as rude behavior.
Η φράση "double-dipping" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε οικονομικά ή κοινωνικά συμφραζόμενα.
Έχει κατηγορηθεί ότι κάνει διπλό μπούκωμα στα έξοδά του, δι claiming αποζημιώσεις από δύο διαφορετικές πηγές.
In negotiations, double-dipping can lead to mistrust among partners.
Στις διαπραγματεύσεις, το διπλό μπούκωμα μπορεί να οδηγήσει σε καχυποψία μεταξύ των εταίρων.
The consultant was found guilty of double-dipping by working for two competing firms at the same time.
Ο σύμβουλος διαπιστώθηκε ένοχος για διπλό μπούκωμα, δουλεύοντας ταυτόχρονα για δύο ανταγωνιστικές εταιρείες.
Some people believe that double-dipping on social security benefits is unethical.
Ορισμένοι πιστεύουν ότι το διπλό μπούκωμα στα κοινωνικά επιδόματα είναι ανήθικο.
Be careful of double-dipping your chips in that salsa – it's not polite!
Η φράση "double-dipping" προέρχεται από την περιγραφή της πρακτικής του να βυθίζει κανείς το ίδιο φαγητό σε μια σάλτσα ή σε υγρό δύο φορές. Η χρήση της λέξης επεκτάθηκε για να περιγράψει και τις οικονομικές ή κοινωνικές καταστάσεις.
Συνώνυμα: - Duplicitous behavior (διπλωματική συμπεριφορά) - Exploitation (εκμετάλλευση) - Misappropriation (καταχρηστική χρήση)
Αντώνυμα: - Honesty (έντιμοι διαγωγή) - Integrity (ακεραιότητα) - Fairness (δικαιοσύνη)