Επίθετο
/ˈdʌb.əl.feɪst/
Η λέξη "double-faced" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που έχει δύο διαφορετικές όψεις ή πλευρές, κυρίως σε μεταφορικό επίπεδο. Συχνά αναφέρεται σε ανθρώπους που παρουσιάζουν δύο διαφορετικές προσωπικότητες ή στάσεις, συνήθως μία που είναι εξωτερικά ευχάριστη και μία άλλη που είναι κρυφή και σαφέστατα λιγότερο θετική.
Η συχνότητα χρήσης του είναι σχετικά υψηλή στον προφορικό λόγο, όταν αναφερόμαστε σε ανθρώπινες σχέσεις ή χαρακτηριστικά. Λιγότερο συχνά χρησιμοποιείται σε γραπτό πλαίσιο, εκτός από σχόλια ή περιγραφές χαρακτήρων σε λογοτεχνικά έργα.
He is so double-faced; you can’t trust him.
Είναι τόσο διπρόσωπος; Δεν μπορείς να τον εμπιστευτείς.
In politics, many officials are often seen as double-faced.
Στην πολιτική, πολλοί αξιωματούχοι θεωρούνται συχνά διπρόσωποι.
Her double-faced nature makes it hard to be her friend.
Η διπρόσωπη φύση της καθιστά δύσκολο να είσαι φίλος της.
Η λέξη "double-faced" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που περιγράφουν συμπεριφορές ή καταστάσεις.
He has a double-faced attitude when it comes to work.
Έχει μια διπρόσωπη στάση όταν πρόκειται για τη δουλειά.
Don’t be double-faced; just be honest about your feelings.
Μη γίνεσαι διπρόσωπος; Απλά να είσαι ειλικρινής με τα συναισθήματά σου.
A double-faced friend is the worst kind of betrayal.
Ένας διπρόσωπος φίλος είναι ο χειρότερος τύπος προδοσίας.
You should be careful with double-faced people at social events.
Πρέπει να είσαι προσεκτικός με τους διπρόσωπους ανθρώπους σε κοινωνικές εκδηλώσεις.
Double-faced behavior is common in competitive environments.
Η διπρόσωπη συμπεριφορά είναι κοινή σε ανταγωνιστικά περιβάλλοντα.
She displayed a double-faced smile when greeting her rival.
Δημιούργησε ένα διπρόσωπο χαμόγελο όταν χαιρέτισε τον αντίπαλό της.
Η λέξη "double-faced" προέρχεται από τη σύνθεση της λέξης "double" (διπλός) και "faced" (όψη ή πρόσωπο), και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει δύο όψεις ή πλευρές.
Συνώνυμα - Διπρόσωπος - Υποκρινόμενος - Δίδυμος
Αντώνυμα - Ειλικρινής - Ανοιχτός - Άμεσος