double-faced - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

double-faced (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Επίθετο

Φωνητική μεταγραφή

/ˈdʌb.əl.feɪst/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "double-faced" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που έχει δύο διαφορετικές όψεις ή πλευρές, κυρίως σε μεταφορικό επίπεδο. Συχνά αναφέρεται σε ανθρώπους που παρουσιάζουν δύο διαφορετικές προσωπικότητες ή στάσεις, συνήθως μία που είναι εξωτερικά ευχάριστη και μία άλλη που είναι κρυφή και σαφέστατα λιγότερο θετική.

Η συχνότητα χρήσης του είναι σχετικά υψηλή στον προφορικό λόγο, όταν αναφερόμαστε σε ανθρώπινες σχέσεις ή χαρακτηριστικά. Λιγότερο συχνά χρησιμοποιείται σε γραπτό πλαίσιο, εκτός από σχόλια ή περιγραφές χαρακτήρων σε λογοτεχνικά έργα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. He is so double-faced; you can’t trust him.
    Είναι τόσο διπρόσωπος; Δεν μπορείς να τον εμπιστευτείς.

  2. In politics, many officials are often seen as double-faced.
    Στην πολιτική, πολλοί αξιωματούχοι θεωρούνται συχνά διπρόσωποι.

  3. Her double-faced nature makes it hard to be her friend.
    Η διπρόσωπη φύση της καθιστά δύσκολο να είσαι φίλος της.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "double-faced" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που περιγράφουν συμπεριφορές ή καταστάσεις.

  1. He has a double-faced attitude when it comes to work.
    Έχει μια διπρόσωπη στάση όταν πρόκειται για τη δουλειά.

  2. Don’t be double-faced; just be honest about your feelings.
    Μη γίνεσαι διπρόσωπος; Απλά να είσαι ειλικρινής με τα συναισθήματά σου.

  3. A double-faced friend is the worst kind of betrayal.
    Ένας διπρόσωπος φίλος είναι ο χειρότερος τύπος προδοσίας.

  4. You should be careful with double-faced people at social events.
    Πρέπει να είσαι προσεκτικός με τους διπρόσωπους ανθρώπους σε κοινωνικές εκδηλώσεις.

  5. Double-faced behavior is common in competitive environments.
    Η διπρόσωπη συμπεριφορά είναι κοινή σε ανταγωνιστικά περιβάλλοντα.

  6. She displayed a double-faced smile when greeting her rival.
    Δημιούργησε ένα διπρόσωπο χαμόγελο όταν χαιρέτισε τον αντίπαλό της.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "double-faced" προέρχεται από τη σύνθεση της λέξης "double" (διπλός) και "faced" (όψη ή πρόσωπο), και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει δύο όψεις ή πλευρές.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα - Διπρόσωπος - Υποκρινόμενος - Δίδυμος

Αντώνυμα - Ειλικρινής - Ανοιχτός - Άμεσος



25-07-2024