Ουσιαστικό
/ˈdʌbəl ˌɪntərˈsɛktɪŋ trʌs/
Το "double-intersecting truss" αναφέρεται σε μια κατασκευή που χρησιμοποιείται κυρίως στη μηχανολογία και στην αρχιτεκτονική, η οποία χαρακτηρίζεται από τη σύνθεση δοκών και ράβδων που διασταυρώνονται σε δύο επίπεδα, παρέχοντας βελτιωμένη αντοχή και σταθερότητα. Χρησιμοποιείται ευρέως σε γέφυρες, κτίρια και άλλες κατασκευές.
Η χρήση της φράσης "double-intersecting truss" είναι πιο συχνή σε τεχνικά και γραπτά πλαίσια, όπως οι μελέτες μηχανικής ή αρχιτεκτονικής. Δεν είναι διαδεδομένη στον προφορικό λόγο εκτός ίσως από επαγγελματικές συζητήσεις.
Ο μηχανικός σχεδίασε μια διπλά αλληλοδιασταυρούμενη κατασκευή για να υποστηρίξει το βάρος της νέας γέφυρας.
A double-intersecting truss can distribute the load more evenly across the structure.
Η φράση "double-intersecting truss" δεν είναι συνήθως παρούσα σε κοινές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε τεχνικά συμφραζόμενα για να περιγράψει ή να αναλύσει σχέδια και κατασκευές:
Η εφαρμογή μιας διπλά αλληλοδιασταυρούμενης κατασκευής μπορεί να ενισχύσει την ανθεκτικότητα της δομής σε δύσκολα περιβάλλοντα.
Architects favor double-intersecting trusses for their aesthetic and functional benefits.
Ο όρος "truss" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "trousse," που σημαίνει "δένω," και αναφέρεται στη μέθοδο σύνδεσης δομών για την υποστήριξη φορτίου. Το "double-intersecting" περιγράφει τη δυνατότητα των στοιχείων να διασταυρώνονται σε δύο επίπεδα.
Συνώνυμα: - Braced frame - Structural framework
Αντώνυμα: - Unsupported structure - Simple beam structure