Double-lock είναι ένα ρήμα (verb) και μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται ως επίθετο (adjective).
/ˈdʌb.əl lɒk/
Η λέξη "double-lock" αναφέρεται σε μια μέθοδο ασφαλείας που περιλαμβάνει δύο μηχανισμούς κλειδώματος για να παρέχει επιπλέον προστασία. Χρησιμοποιείται συχνά για πόρτες, παράθυρα ή άλλες εισόδους. Στη γλώσσα τα Αγγλικά, η λέξη χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, ωστόσο, εμφανίζεται πιο συχνά σε τεχνικά ή ασφαλιστικά κείμενα.
Αυτός εξασφάλισε την πόρτα με ένα διπλό κλείδωμα.
Double-locking the window provides extra security.
Το διπλό κλείδωμα του παραθύρου παρέχει επιπλέον ασφάλεια.
Many modern safes come with a double-lock feature.
Η λέξη "double-lock" δεν είναι συνήθως μέρος ευρέως χρησιμοποιούμενων ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με άλλες έννοιες για να δείξει επαυξημένη ασφάλεια:
Διπλό κλείδωμα των πολύτιμων αντικειμένων σου για να τα κρατήσεις ασφαλή.
It’s wise to double-lock your house when going on vacation.
Είναι σοφό να διπλοκλειδώνεις το σπίτι σου όταν πηγαίνεις διακοπές.
Double-locking the bike shed reduces the risk of theft.
Η λέξη "double-lock" συνίσταται από το "double", που σημαίνει «διπλό», και το "lock", που σημαίνει «κλείδωμα». Ο συνδυασμός αυτών των δύο στοιχείων υποδηλώνει μια ενισχυμένη μέθοδο ασφαλείας.
Συνώνυμα: - Dual-lock - Two-way lock
Αντώνυμα: - Single-lock - Unlocked