doxy - ουσιαστικό
/dɒksi/
Η λέξη "doxy" έχει αρκετές χρήσεις. Παραδοσιακά, αναφέρεται σε μια γυναίκα που μπορεί να είναι ερωμένη ή ξένη, συνήθως με περιορισμένες ή λιγότερες κοινωνικές εγγυήσεις. Χρησιμοποιείται επίσης σε παλαιότερα συμφραζόμενα για να αναφερθεί σε μια γυναίκα που ορίζεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο που περιλαμβάνει αρνητική ή υποτιμητική χροιά. Η χρήση της λέξης είναι σπάνια στη σύγχρονη γλώσσα, αν και μπορεί να βρεθεί σε παλαιότερα λογοτεχνικά κείμενα.
Η λέξη "doxy" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη στη σύγχρονη γλώσσα, επομένως η συχνότητά της είναι αρκετά χαμηλή. Όταν χρησιμοποιείται, εμφανίζεται περισσότερο σε γραπτά κείμενα ή λογοτεχνία παρά στον προφορικό λόγο.
"He was accused of being involved with a doxy."
(Κατηγορήθηκε ότι είχε εμπλοκή με μια δόξα.)
"In the old tales, a doxy often led a knight to his doom."
(Στις παλιές ιστορίες, μια δόξα συχνά οδηγούσε έναν ιππότη στην καταστροφή.)
"The term doxy was historically used to describe a woman's reputation."
(Ο όρος δόξα χρησιμοποιούνταν ιστορικά για να περιγράψει τη φήμη μιας γυναίκας.)
Η λέξη "doxy" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στις σύγχρονες αγγλικές γλώσσες, ωστόσο υπάρχουν μερικές προτάσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη:
"Being called a doxy in society can lead to stigmatization."
(Το να χαρακτηρίζεσαι δόξα στην κοινωνία μπορεί να οδηγήσει σε στιγματισμό.)
"He wrote about the life of a doxy in his new novel."
(Έγραψε για τη ζωή μιας δόξας στο νέο του μυθιστόρημα.)
"In historical contexts, a doxy wasn’t necessarily shamed."
(Σε ιστορικά συμφραζόμενα, μια δόξα δεν ήταν απαραίτητα ντροπιασμένη.)
Η λέξη "doxy" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "dok" που σημαίνει "η γυναίκα" ή "η ερωμένη" και σχετίζεται με πιο ανεκτικές περιγραφές στις ιστορίες και τη λογοτεχνία.
Συνώνυμα: - mistress (ερωμένη) - courtesan (πορνείο)
Αντώνυμα: - wife (σύζυγος) - lady (κυρία)