Επίθετο (adjective)
/ˈdoʊ.zi/
Η λέξη "dozy" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι κουρασμένος, σχεδόν έτοιμος να κοιμηθεί ή που φαίνεται νωθρός. Συχνά χρησιμοποιείται για να αναδείξει την κατάσταση ενός ατόμου που έχει χάσει τη συγκέντρωσή του ή τη ζωντάνια του.
Η λέξη "dozy" χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, ειδικά σε καθημερινές συνομιλίες. Είναι μια λιγότερο επίσημη λέξη που χρησιμοποιείται για να περιγράψει κατάσταση νύσταξης ή κουρασμένης διάθεσης.
Ένιωθα αρκετά νωθρός μετά το μεγάλο μεσημεριανό γεύμα.
She was dozy during the long lecture.
Ήταν νωθρή κατά τη διάρκεια της μεγάλης διάλεξης.
The warm weather makes me feel dozy.
Η λέξη "dozy" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες ενδέχεται να αναφέρονται στην απουσία ενέργειας ή στην αδυναμία καθημερινών δραστηριοτήτων:
"Μετά από το να μείνω ξύπνιος αργά, ήμουν σε κατάσταση νωθρότητας όλη μέρα."
Dozy afternoon - "We spent a dozy afternoon lounging on the couch."
"Περάσαμε ένα νωθρό απόγευμα ξαπλωμένοι στον καναπέ."
Feeling dozy - "I’m feeling dozy; I might take a nap."
"Νιώθω νωθρός; Μπορεί να κοιμηθώ."
Dozy eyes - "He had dozy eyes after the long journey."
"Είχε νωθρά μάτια μετά το μακρύ ταξίδι."
Dozy head - "I woke up with a dozy head, unsure of the time."
"Ξύπνησα με νωθρή κεφαλή, χωρίς να ξέρω την ώρα."
Dozy morning - "It was a dozy morning, and I struggled to get out of bed."
Η λέξη "dozy" προέρχεται από τη λέξη "doze," η οποία σημαίνει "νυστάζω" ή "έχω έναν ελαφρύ ύπνο," και αυτή με τη σειρά της έχει ρίζες σε αρχαϊκά αγγλικά.