Draft terms: Ο όρος "draft" είναι ουσιαστικό και επίθετο, ενώ "terms" είναι ουσιαστικό.
/dræft tɜrmz/
Ο όρος "draft terms" αναφέρεται σε ένα αρχικό ή προσωρινό σύνολο κανόνων, ρυθμίσεων ή συμφωνιών που χρησιμοποιούνται ως βάση για μια επίσημη σύμβαση ή συμφωνία. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά, επιχειρηματικά ή ακαδημαϊκά πλαίσια και είναι κοινός στην προετοιμασία εγγράφων όπου οι λεπτομέρειες μπορούν να τροποποιηθούν ή να συζητηθούν περαιτέρω. Ο όρος χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο.
Ο δικηγόρος προετοίμασε το προσχέδιο όρων για τη νέα σύμβαση.
We need to review the draft terms before finalizing the agreement.
Πρέπει να εξετάσουμε το σχέδιο όρων πριν την τελική διατύπωση της συμφωνίας.
The draft terms were sent to all stakeholders for feedback.
Ο όρος "draft" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε νομικά και επιχειρηματικά πλαίσια.
Η επιτροπή είναι υπεύθυνη για την κατάρτιση του σχεδίου όρων αναφοράς για το νέο έργο.
Finalizing the draft terms:
Η ομάδα δουλεύει μέχρι αργά για να ολοκληρώσει το σχέδιο όρων πριν από την προθεσμία.
Amending the draft terms:
Μετά από συζητήσεις, αποφάσισαν να τροποποιήσουν το σχέδιο όρων για να συμπεριλάβουν περισσότερες λεπτομέρειες.
Presenting the draft terms:
Θα παρουσιάσει το προσχέδιο όρων στο διοικητικό συμβούλιο για έγκριση την επόμενη εβδομάδα.
Reviewing the draft terms:
Η λέξη "draft" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "drāft" που σημαίνει "σύλληψη" ή "σχεδιασμός", ενώ η λέξη "terms" προέρχεται από τη λατινική "terminus", που σημαίνει "όριο" ή "σύνορο".
Συνώνυμα: - proposal terms (όροι προτάσεως) - preliminary terms (προκαταρκτικοί όροι)
Αντώνυμα: - final terms (τελικοί όροι) - established terms (καθιερωμένοι όροι)