Το "drainage area" είναι ουσιαστικό.
/dreɪnɪdʒ ˈɛəriə/
Ο όρος "drainage area" αναφέρεται σε μια γεωγραφική περιοχή όπου το νερό (βροχή, χυμούς από εδάφη ή άλλες πηγές) συγκεντρώνεται και απορρέει σε έναν κοινό αποστραγγιστικό σωλήνα ή φυσικό αποδέκτη, όπως μια λίμνη ή ένα ποτάμι. Χρησιμοποιείται κυρίως σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με υδρολογία και περιβαλλοντική επιστήμη.
Η συχνότητα χρήσης του όρου είναι σχετικά υψηλή σε τεχνικά κείμενα, ειδικά σε κλάδους όπως η γεωλογία, η περιβαλλοντική μηχανική και η διαχείριση υδάτων. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Η περιοχή αποστράγγισης του ποταμού έχει επηρεαστεί από τις πρόσφατες έντονες βροχές.
Engineers calculated the drainage area necessary for the new project.
Οι μηχανικοί υπολόγισαν την περιοχή αποστράγγισης που είναι αναγκαία για το νέο έργο.
A larger drainage area can help prevent flooding in the surrounding communities.
Ειδικά, ο όρος "drainage" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και συνδυασμούς:
Ένα σωστά σχεδιασμένο σύστημα αποστράγγισης διασφαλίζει ότι το νερό ρέει μακριά από τα κτίρια.
Drainage problem: The city is facing a significant drainage problem after the storms.
Η πόλη αντιμετωπίζει ένα σημαντικό πρόβλημα αποστράγγισης μετά από τις καταιγίδες.
Surface drainage: Proper surface drainage can protect the integrity of the soil.
Η σωστή επιφανειακή αποστράγγιση μπορεί να προστατεύσει την ακεραιότητα του εδάφους.
Drainage capacity: The drainage capacity of the area was exceeded during the heavy rainfall.
Ο όρος αποτελείται από το ρήμα "drain" (αποστραγγίζω) που προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη "drainer" και το ουσιαστικό "area" που προέρχεται από τη λατινική λέξη "area".
Αυτή η περιγραφή καλύπτει πολλές πτυχές της λέξης "drainage-area", από τη σημασία της μέχρι τη χρήση της, παρέχοντας ένα ευρύ φάσμα πληροφοριών.