Επίθετο
/dˈræstɪk/
Η λέξη "drastic" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι πολύ έντονο, απότομο ή ριζικό. Συχνά αναφέρεται σε αλλαγές ή μέτρα που είναι πολύ ακραία ή έχουν ισχυρές συνέπειες. Χρησιμοποιείται στην αγγλική γλώσσα σε διαφορές περιπτώσεις, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, συνήθως με συχνότητα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ή σε επίσημα κείμενα.
Η εταιρεία έπρεπε να κάνει δραστικές αλλαγές στην πολιτική της για να παραμείνει ανταγωνιστική.
The government announced drastic measures to combat climate change.
Η κυβέρνηση ανακοίνωσε δραστικά μέτρα για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.
His drastic lifestyle change improved his health significantly.
Η λέξη "drastic" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, που περικλείουν την έννοια της έντονης ή θεαματικής αλλαγής.
Το σχολείο εφάρμοσε ένα δραστικό μέτρο για την βελτίωση της παρακολούθησης από τους μαθητές.
Drastic times call for drastic measures: This phrase means that when faced with serious challenges, one may need to take severe actions.
Αντιμέτωποι με την οικονομική κρίση, οι δραστικοί καιροί απαιτούν δραστικά μέτρα.
Take drastic action: To take strong or severe steps in response to a situation.
Η λέξη "drastic" προέρχεται από το ελληνικό "drastikos," που σημαίνει "ικανός να δράσει", και ενσωματώθηκε στην αγγλική γλώσσα μέσω της γαλλικής γλώσσας.
Συνώνυμα - Extreme - Severe - Radical
Αντώνυμα - Mild - Gentle - Gradual