Το "dress shirt" αναφέρεται σε ένα επίσημο πουκάμισο, συνήθως με μακριά μανίκια και κολάρο, το οποίο φοριέται κάτω από σακάκια ή κοστούμια για πιο επίσημες περιστάσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως σε επαγγελματικά και κοινωνικά περιβάλλοντα. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλότερη στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε μόδα, επιχειρήσεις και σχετική ορολογία.
Φορούσε ένα πουκάμισο για το επίσημο δείπνο.
The dress shirt needed to be ironed before the meeting.
Το πουκάμισο έπρεπε να σιδερωθεί πριν από τη συνάντηση.
She bought a new dress shirt for her job interview.
"Είχε καλή εμφάνιση με το πουκάμισό του."
"Wearing a dress shirt can make a good impression."
"Φοράγοντας ένα πουκάμισο μπορεί να δημιουργήσει καλή εντύπωση."
"Don't forget to tuck in your dress shirt for the event."
"Μην ξεχάσεις να βάλεις μέσα το πουκάμισό σου για την εκδήλωση."
"He took off his dress shirt and rolled up his sleeves."
"Αφαίρεσε το πουκάμισό του και ανέβασε τα μανίκια του."
"The dress shirt is ideal for business meetings."
Η λέξη "dress" προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη "dressoir", που σημαίνει "να ντύσεις", και "shirt" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "scyrte". Ο συνδυασμός των δύο αναφέρεται σε ένα ρούχο που ντύνει τον χρήστη με πιο επίσημο τρόπο.
Button-up shirt (πουκάμισο με κουμπιά)
Αντώνυμα:
Αυτή είναι μια εκτενή ανάλυση της λέξης "dress shirt" που καλύπτει όλες τις ενότητες όπως ζητήσατε.