Το "dresser sleeve" είναι ένα σύνθετο ουσιαστικό, όπου το "dresser" λειτουργεί ως προσδιοριστής για το ουσιαστικό "sleeve".
/ˈdrɛsər sliːv/
Ο όρος "dresser sleeve" αναφέρεται συνήθως στο μανίκι ενός φορέματος ή ενός κομματιού ένδυσης που σχετίζεται με την ραπτική ή τη μόδα. Χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο της ένδυσης και της ραπτικής.
Η έννοια του "dresser sleeve" είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, κυρίως σε άρθρα μόδας ή ραπτικής. Χρησιμοποιείται λιγότερο στον προφορικό λόγο.
Ο σχεδιαστής πρόσθεσε ένα θεαματικό μανίκι ενδυματολογίας στο φόρεμα.
She carefully tailored the dresser sleeve for a perfect fit.
Εκείνη επιμελήθηκε προσεκτικά το μανίκι ραπτικής για να ταιριάζει τέλεια.
The dresser sleeve trend is gaining popularity this season.
Ως μέρος του καθημερινού λόγου, η φράση "dresser sleeve" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Παρ' όλα αυτά, μπορεί να συνδυαστεί με κάποιες ιδιωματικές φράσεις σχετικές με την ένδυση.
Η μόδα αφορά το να παίρνεις ρίσκα, όπως το να δοκιμάσεις ένα τολμηρό μανίκι ενδυματολογίας.
Adding a dresser sleeve can elevate your outfit to the next level.
Η προσθήκη ενός μανικιού ραπτικής μπορεί να ανεβάσει το ντύσιμό σου σε άλλο επίπεδο.
Don't be afraid to experiment with a unique dresser sleeve design.
Ο όρος "dresser" προέρχεται από την αγγλική λέξη "dress", που σημαίνει "ένδυση" ή "φορεσιά". Το "sleeve" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική "sleeve", που σημαίνει "μανίκι". Ο εν λόγω συνδυασμός λέξεων χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη μορφή ενός συγκεκριμένου τύπου μανικιού σε ρούχα.
Συνώνυμα: - sleeve - garment arm
Αντώνυμα: - (δεν υπάρχουν άμεσα αντίθετα αφού αναφέρεται σε συγκεκριμένο τύπο μανικιού)