Ο όρος "drill studs" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/stɹɪl stʌdz/
Ο όρος "drill studs" αναφέρεται σε βίδες ή στηρίγματα που χρησιμοποιούνται για τη σύνδεση ή τη στήριξη αντικειμένων μέσω της διάτρησης. Συνήθως χρησιμοποιούνται σε κατασκευές και εγκαταστάσεις που απαιτούν αντοχή και σταθερότητα. Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικές ή αναπτυξιακές επικοινωνίες, όπως δόμηση, ανακαίνιση και άλλα σχετικά πεδία. Η χρήση του είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε τεχνικά έγγραφα και οδηγίες.
The contractor decided to install drill studs for better stability in the structure.
(Ο εργολάβος αποφάσισε να εγκαταστήσει βίδες διάτρησης για καλύτερη σταθερότητα στη δομή.)
When drilling into concrete, using special drill studs can improve the connection strength.
(Όταν τρυπάτε σε σκυρόδεμα, η χρήση ειδικών βιδών διάτρησης μπορεί να βελτιώσει τη δύναμη σύνδεσης.)
Make sure to align the drill studs properly before securing them in place.
(Βεβαιωθείτε ότι έχετε ευθυγραμμίσει τις βίδες διάτρησης σωστά πριν τις ασφαλίσετε στη θέση τους.)
Ο όρος "drill studs" δεν είναι συνηθισμένος σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με σχετικές έννοιες:
"The drill is like a stud in a construction project."
(Το τρυπάνι είναι σαν μια βίδα σε ένα κατασκευαστικό έργο.)
Εδώ, υποδηλώνει τη σημασία του εργαλείου ως βασικής μονάδας στη διαδικασία κατασκευής.
"Without drill studs, the framework lacks integrity."
(Χωρίς βίδες διάτρησης, το πλαίσιο στερείται ακεραιότητας.)
Δηλώνει την αναγκαιότητα για τη στήριξη της δομής.
"You can’t build a solid house without proper drill studs."
(Δεν μπορείτε να χτίσετε ένα σταθερό σπίτι χωρίς κατάλληλες βίδες διάτρησης.)
Μιλάει για την αναγκαιότητα των βιδών διάτρησης για την κατασκευή.
Συνώνυμα:
- Fasteners (συνδετήρες)
- Anchor screws (βίδες αγκύρωσης)
Αντώνυμα:
- Detach (αποσύνθεση)
- Unfasten (ξεκούμπωμα)