drillable cement retainer: Ουσιαστικό
/ˈdrɪləbl ˈsɛmɛnt rɪˈteɪnər/
Ο όρος "drillable cement retainer" αναφέρεται σε μια κατασκευή που χρησιμοποιείται στον τομέα της γεώτρησης και της κατασκευής για την συγκράτηση τσιμέντου σε γεωτρήσεις ή αναβαθμίσεις. Αυτές οι κατασκευές είναι σχεδιασμένες έτσι ώστε να μπορούν να "τρυπηθούν" ή να αφαιρεθούν αν χρειαστεί, και συνήθως χρησιμοποιούνται για την απομόνωση των περιοχών γεώτρησης.
Η συχνότητα χρήσης του όρου είναι πιο κοινή σε τεχνικά κείμενα και εξειδικευμένες συνομιλίες στον τομέα της γεώτρησης και λιγότερο στον προφορικό λόγο.
Ο μηχανικός αποφάσισε να χρησιμοποιήσει έναν τρυπήσιμο συγκρατητή τσιμέντου στον φρεάτιο.
After placing the drillable cement retainer, the team could proceed with further drilling.
Ο όρος "drillable cement retainer" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, και περιορίζεται κυρίως σε τεχνικά περιβάλλοντα. Ωστόσο, μπορούμε να δώσουμε κάποιες σχετικές προτάσεις στον τομέα της γεώτρησης:
Οι εργολάβοι διασφάλισαν ότι ο τρυπήσιμος συγκρατητής τσιμέντου θα αντέξει υπό πίεση.
Using a drillable cement retainer allows for flexibility in future drilling operations.
Η χρήση ενός τρυπήσιμου συγκρατητή τσιμέντου επιτρέπει ευελιξία σε μελλοντικές γεωτρήσεις.
The installation of the drillable cement retainer marked a significant improvement in our drilling efficiency.
Η λέξη "drillable" προέρχεται από τη ρίζα "drill" (τρυπώ) με την προσθήκη του επιθέτου "-able", που σημαίνει "ικανός να γίνει". Ο όρος "cement" προέρχεται από το λατινικό "caementum", που αναφέρεται σε οικοδομικά υλικά. Η λέξη "retainer" προέρχεται από το μεσαίο γαλλικό "reteneur", που σημαίνει "αυτός που κρατά".
Συνώνυμα: - Adjustable plug (ρυθμιστικό βύσμα) - Hydraulic retainer (υδραυλικός συγκρατητής)
Αντώνυμα: - Non-drillable retainer (μη τρυπήσιμος συγκρατητής) - Permanent seal (μόνιμη σφράγιση)