Ο όρος "drilling crew" χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.
/dɹɪlɪŋ kruː/
Ο όρος "drilling crew" αναφέρεται σε μια ομάδα ατόμων που εργάζονται σε γεωτρήσεις, όπως πετρελαϊκές ή γεωλογικές, και είναι υπεύθυνοι για τη λειτουργία του εξοπλισμού και την εκτέλεση των εργασιών γεώτρησης. Χρησιμοποιείται συνήθως στη βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου, καθώς και στις γεωλογικές μελέτες. Η συχνότητα χρήσης του όρου είναι υψηλή σε επαγγελματικά και τεχνικά συμφραζόμενα, κυρίως σε γραπτό πλαίσιο.
Η ομάδα γεώτρησης κατάφερε να φτάσει σε νέα βάθη στο τελευταίο τους έργο.
Each member of the drilling crew must be trained in safety protocols.
Κάθε μέλος της ομάδας γεώτρησης πρέπει να έχει εκπαιδευτεί σε πρωτόκολλα ασφαλείας.
The drilling crew worked tirelessly to complete the well on time.
Ο όρος "drilling crew" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες χρήσιμες φράσεις στη βιομηχανία:
"Η ομάδα γεώτρησης είναι στην εμπροσθοφυλακή της επιχείρησης."
"You can rely on the drilling crew to get the job done efficiently."
"Μπορείς να στηριχτείς στην ομάδα γεώτρησης για να ολοκληρώσει τη δουλειά αποτελεσματικά."
"Safety is a top priority for the drilling crew every time they start work."
"Η ασφάλεια είναι προτεραιότητα για την ομάδα γεώτρησης κάθε φορά που αρχίζουν να εργάζονται."
"The drilling crew faced unexpected challenges during the project."
"Η ομάδα γεώτρησης αντιμετώπισε απροσδόκητες προκλήσεις κατά τη διάρκεια του έργου."
"Coordination between the drilling crew and the engineers is crucial."
Ο όρος προέρχεται από το αγγλικό ρήμα "drill" που σημαίνει "γεωτρώ", και το ουσιαστικό "crew" που σημαίνει "ομάδα" ή "συντροφιά". Η χρήση του συνδυασμού αυτών των δύο λέξεων αρχίζει να γίνεται δημοφιλής στην βιομηχανία γεώτρησης κατά τον 20ο αιώνα.
Συνώνυμα: - drilling team (ομάδα γεώτρησης) - drilling squad (συνεργείο γεώτρησης)
Αντώνυμα: - (Δεν υπάρχουν καθαρά αντίθετα, αλλά μπορούν να αναφερθούν ως μη-εργαζόμενες ομάδες όπως "office staff" ή "administrative team".)