Ο όρος drilling hazard αναφέρεται σε οποιονδήποτε κίνδυνο ή απειλή που σχετίζεται με τις διαδικασίες γεώτρησης, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν τη διάνοιξη εδαφών για ανεύρεση πετρελαίου, φυσικού αερίου ή άλλων πόρων. Αυτοί οι κίνδυνοι μπορεί να περιλαμβάνουν εργατικά ατυχήματα, περιβαλλοντικούς κινδύνους, ή βλάβες στον εξοπλισμό. Γενικά, η χρήση του όρου παρατηρείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συχνή σε επαγγελματικά ή τεχνικά περιβάλλοντα.
Οι εργαζόμενοι λάβαν εκπαίδευση ασφαλείας για να διαχειριστούν τους κινδύνους γεώτρησης.
Identifying drilling hazards is essential for preventing accidents on site.
Η αναγνώριση των κινδύνων γεώτρησης είναι απαραίτητη για την πρόληψη ατυχημάτων στον εργοτάξιο.
New regulations aim to minimize drilling hazards in oil extraction.
Οι "drilling hazards" χρησιμοποιούνται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται στην ασφάλεια και τις διαδικασίες γεώτρησης:
Η εταιρεία εφαρμόζει αυστηρά μέτρα για να αποφύγει τους κινδύνους γεώτρησης.
"Before starting any project, a thorough assessment of drilling hazards is necessary."
Πριν ξεκινήσει οποιοδήποτε έργο, είναι απαραίτητη μια λεπτομερής εκτίμηση των κινδύνων γεώτρησης.
"Drilling hazards can lead to significant financial losses if not properly managed."
Οι κίνδυνοι γεώτρησης μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντικές οικονομικές απώλειες αν δεν διαχειριστούν σωστά.
"The team conducted a risk analysis to determine potential drilling hazards."
Η ομάδα πραγματοποίησε ανάλυση κινδύνου για να προσδιορίσει πιθανές απειλές γεώτρησης.
"Regular maintenance is key to reducing drilling hazards in the field."
Ο όρος αποτελείται από τη λέξη drilling, που προέρχεται από το ρήμα "drill", που σημαίνει "τρυπώ" και τον όρο hazard, που προέρχεται από τη γαλλική λέξη "hasard", που σημαίνει "τύχη" ή "κίνδυνος". Οι δύο λέξεις συνδυάζονται για να περιγράψουν τους κινδύνους που εμπεριέχονται στη διαδικασία γεώτρησης.
safety risk (κίνδυνος ασφαλείας)
Αντώνυμα: