Frase: "drilling process control"
Μέρος του λόγου: Ο όρος "drilling process control" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈdrɪlɪŋ ˈprəʊsɛs kənˈtroʊl/
Ο όρος "drilling process control" αναφέρεται στη διαδικασία παρακολούθησης και ρύθμισης των παραμέτρων που εμπλέκονται στις διεργασίες διάτρησης, κυρίως στη βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου, αλλά και στη γεωλογία και τις κατασκευές. Οι μηχανικοί και οι χειριστές χρησιμοποιούν τεχνικές ελέγχου για να διασφαλίσουν ότι οι διαδικασίες διάτρησης εκτελούνται με ασφάλεια και αποτελεσματικότητα.
Συχνότητα χρήσης: Σημαντικά περισσότερη χρήση σε γραπτό λόγο, ειδικά σε τεχνικά έγγραφα και έρευνες.
Αγγλικά: The drilling process control is essential for maximizing efficiency in oil extraction.
Ελληνικά: Ο έλεγχος διαδικασίας διάτρησης είναι απαραίτητος για τη μέγιστη αποδοτικότητα στην εξ استخراج πετρελαίου.
Αγγλικά: Operators must be trained in drilling process control techniques to ensure safety.
Ελληνικά: Οι χειριστές πρέπει να εκπαιδεύονται σε τεχνικές ελέγχου διαδικασίας διάτρησης για να διασφαλίσουν την ασφάλεια.
Ο όρος "drilling process control" δεν είναι ιδιαίτερα συχνός ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στην καθημερινή γλώσσα, αλλά σε τεχνικά κείμενα ή παρουσιάσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε φράσεις:
Αγγλικά: "Proper drilling process control could prevent accidents on site."
Ελληνικά: "Η σωστή διαχείριση της διαδικασίας διάτρησης θα μπορούσε να αποτρέψει ατυχήματα στο εργοτάξιο."
Αγγλικά: "Advances in drilling process control technology enhance operational performance."
Ελληνικά: "Οι εξελίξεις στην τεχνολογία ελέγχου διαδικασίας διάτρησης ενισχύουν την επιχειρησιακή απόδοση."
Αγγλικά: "We need to implement more rigorous drilling process control protocols."
Ελληνικά: "Πρέπει να εφαρμόσουμε πιο αυστηρές πρωτόκολλες ελέγχου διαδικασίας διάτρησης."
Συνώνυμα: - Διαχείριση διαδικασίας - Έλεγχος δραστηριότητας
Αντώνυμα: - Αταξία διαδικασίας - Μη ρυθμισμένη διάτρηση