Ο όρος "drilling-in technology" λειτουργεί ως ουσιαστικό και αναφέρεται σε τεχνολογίες που σχετίζονται με την εκτέλεση και τη βελτίωση των διαδικασιών γεώτρησης.
/dɹɪlɪŋ ɪn tɛkˈnɒlədʒi/
Η "drilling-in technology" είναι ο όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει προηγμένες μεθόδους και τεχνικές που εφαρμόζονται κατά τη διαδικασία γεώτρησης με σκοπό την αύξηση της αποδοτικότητας και της ακρίβειας κατά την εξόρυξη πόρων (όπως πετρέλαιο ή φυσικό αέριο) από το έδαφος. Αυτή η τεχνολογία συχνά περιλαμβάνει εκπαιδευμένα μηχανήματα και καινοτόμες μεθόδους που δύναται να μειώσουν το κόστος και την περιβαλλοντική πρόκληση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Η χρήση της εν λόγω τεχνολογίας είναι συχνότερη στον γραπτό λόγο, ειδικά σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα.
Η εταιρεία πετρελαίου επένδυσε στην τεχνολογία γεώτρησης για να βελτιώσει τη διαδικασία εξόρυξης.
Drilling-in technology has significantly reduced the environmental impact of drilling operations.
Ο όρος "drilling-in technology" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, η έννοια της γεώτρησης συνδέεται με κάποιες φράσεις της βιομηχανίας. Ακολουθούν ορισμένες σχετικές προτάσεις με το "drilling":
Κάνουν γεώτρηση στα δεδομένα για να αποκαλύψουν πληροφορίες.
This project is drilling through outdated practices.
Αυτό το έργο διέρχεται μέσα από παλιές πρακτικές.
The engineers are drilling for solutions to the technical problems.
Η λέξη "drilling" προέρχεται από το παλιό αγγλικό "drillen", που σημαίνει "να τρυπήσει". Το "in" χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την κατεύθυνση ή την τοπολογία της γεώτρησης, και η λέξη "technology" προέρχεται από το ελληνικό "τεχνολογία", που σημαίνει "μελέτη των τεχνών".
Συνώνυμα: - Drilling methods - Geotechnical techniques
Αντώνυμα: - Filling (για τη διαδικασία γεώτρησης) - Surface extraction (για διαφορετικές μεθόδους εξόρυξης)