"Drive-down" είναι ουσιαστικό.
/draɪv-daʊn/
Η λέξη "drive-down" αναφέρεται συνήθως σε μια διαδικασία ή κατάσταση όπου η οδήγηση γίνεται σε καθοδική πορεία ή σε όρους που σχετίζονται με μειώσεις ή υποχωρήσεις. Χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις, όπως σε οικονομικές ή επιχειρηματικές καταστάσεις. Η συχνότητά της είναι περιορισμένη, και συνήθως χρησιμοποιείται σε πιο γραπτά πλαίσια παρά στον προφορικό λόγο.
The new policy will lead to a drive-down in prices.
Η νέα πολιτική θα οδηγήσει σε καθοδική οδήγηση τιμών.
We observed a drive-down in sales figures this quarter.
Παρατηρήσαμε μια πτώση στις πωλήσεις αυτού του τριμήνου.
Η φράση "drive-down" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορούμε να επεκταθούμε σε περιπτώσεις που σχετίζονται με πτώση ή κάθοδο:
"The market is experiencing a drive-down trend."
Οι αγορές εμφανίζουν μια καθοδική τάση.
"We need to address the drive-down in customer satisfaction."
Πρέπει να αντιμετωπίσουμε την καθοδική πορεία στην ικανοποίηση των πελατών.
"There's been a noticeable drive-down in attendance at the events."
Έχει παρατηρηθεί μια αξιόλογη πτώση στην προσέλευση στα γεγονότα.
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα "drive", που σημαίνει να ελέγχεις ένα όχημα και το "down", που σημαίνει προς τα κάτω, με την έννοια της κίνησης ή της πτώσης.