Η λέξη "driveler" αναφέρεται σε ένα άτομο που μιλά ή γράφει με τρόπο που δεν έχει νόημα ή είναι πολύ ακατάλληλος. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που παραληρεί ή που λέει βλακείες. Στη γλώσσα των αγγλόφωνων, η λέξη χρησιμοποιείται σπανιότερα και δεν είναι απόλυτα κοινή, αλλά μπορεί να βρεθεί κυρίως σε γραπτά κείμενα ή λογοτεχνία παρά στον προφορικό λόγο.
"Συχνά τον αποκαλούσαν μουρλό για τα ανορθόδοξα σχόλια του κατά τη διάρκεια των συναντήσεων."
"The article was filled with the driveler of someone who didn't understand the topic."
"Το άρθρο ήταν γεμάτο με τις φλυαρίες κάποιου που δεν καταλάβαινε το θέμα."
"Her driveler at the party made everyone question her sanity."
Η λέξη "driveler" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να μεταφέρει παρόμοια νοήματα.
"Σταμάτα τις φλυαρίες σου και πέρασε στο θέμα."
"He tends to driveler whenever he's nervous."
"Τείνει να φλυαρίζει όποτε είναι αγχωμένος."
"Listening to that driveler made the meeting unbearable."
Η λέξη "driveler" προέρχεται από το ρήμα "drivel," που σημαίνει να μιλάς ή να γράφεις ανούσια ή βλακώδη πράγματα. Η ρίζα της λέξης πιθανόν να σχετίζεται με τον παλαιότερο όρο "drivel," που επίσης αναφέρεται σε εκροές σάλιου, και μεταφορικά έχει αποκτήσει την έννοια της ανούσιας κουβέντας.
fatuous person (βλακώδης άνθρωπος)
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "driveler," καλύπτοντας όλη την απαιτούμενη ανάλυση και παραδείγματα.