Driving electromagnet: Ο συνδυασμός αυτός είναι μια φράση που μπορεί να περιγραφεί ως ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή
/ˈdraɪvɪŋ ˌɛlɛkˈtrɒmænɛt/
Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό
Κινητήρας ηλεκτρομαγνήτης
Βαθόν ηλεκτρομαγνήτης
Σημασία της λέξης
Ο όρος "driving electromagnet" αναφέρεται σε ένα ηλεκτρομαγνήτη που χρησιμοποιείται για να προκαλέσει ή να ελέγξει κίνηση ή δύναμη σε διάφορες εφαρμογές, όπως σε μηχανές ή συσκευές. Η χρήση του είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, καθώς απαντά κυρίως σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα.
Παραδείγματα προτάσεων
The driving electromagnet in the machine helps lift the heavy objects.
Ο κινητήρας ηλεκτρομαγνήτης στη μηχανή βοηθά στην ανύψωση των βαρέων αντικειμένων.
Engineers designed a new driving electromagnet for improved efficiency.
Οι μηχανικοί σχεδίασαν έναν νέο κινητήρα ηλεκτρομαγνήτη για βελτιωμένη απόδοση.
The driving electromagnet can control the speed of the moving parts.
Ο κινητήρας ηλεκτρομαγνήτης μπορεί να ελέγξει την ταχύτητα των κινούμενων μερών.
Ιδιωματικές εκφράσεις
Ο όρος "driving" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όπως οι παρακάτω:
Driving me crazy
This noise is driving me crazy.
Αυτός ο θόρυβος με τρελαίνει.
Driving force
Her passion is the driving force behind the project.
Ο παθιασμός της είναι η κινητήριος δύναμη πίσω από το έργο.
Driving home a point
He was driving home his point during the discussion.
Επισημαίνε τη θέση του κατά τη διάρκεια της συζήτησης.
Driving in the fast lane
She loves driving in the fast lane of her career.
Λατρεύει να προχωράει γρήγορα στη καριέρα της.
Driving questions
These driving questions will guide our research.
Αυτές οι κεντρικές ερωτήσεις θα καθοδηγήσουν την έρευνά μας.
Ετυμολογία της λέξης
Driving προέρχεται από το ρήμα "drive", που σημαίνει "οδηγώ" ή "προκαλώ κίνηση".
Electromagnet συντίθεται από τις λέξεις "electro-" που προέρχεται από την ηλεκτρική ενέργεια και "magnet" που αναφέρεται στο μαγνητικό πεδίο.