Ο όρος "driving frequency" λειτουργεί ως ουσιαστικό (noun) στη γλώσσα Αγγλικά.
Η φωνητική μεταγραφή του "driving frequency" είναι: /ˈdraɪvɪŋ ˈfriːkənsi/
Ο όρος "driving frequency" αναφέρεται συχνά στον τομέα της φυσικής ή της μηχανικής και σημαίνει τη συχνότητα των κυμάτων ή των παλμών που σχετίζονται με την κίνηση ή τη λειτουργία ενός μηχανισμού. Χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα και λιγότερο στον προφορικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης του είναι ειδική σε εξειδικευμένα πεδία.
Η συχνότητα οδήγησης του κινητήρα πρέπει να ρυθμιστεί για βέλτιστη απόδοση.
We measured the driving frequency during the experiment to determine its efficiency.
Μετρήσαμε τη συχνότητα οδήγησης κατά τη διάρκεια του πειραματισμού για να καθορίσουμε την αποδοτικότητά της.
Understanding the driving frequency is crucial for engineers in designing efficient systems.
Ο όρος "driving frequency" δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα.
Η συχνότητα οδήγησης των αποτελεσμάτων μας δείχνει σαφή πρότυπα στην ανάλυση δεδομένων.
Adjusting the driving frequency will allow us to control the vibration levels.
Η ρύθμιση της συχνότητας οδήγησης θα μας επιτρέψει να ελέγξουμε τα επίπεδα δόνησης.
Researchers found that the driving frequency impacts the stability of the system.
Ο όρος "driving" προέρχεται από το ρήμα "drive" που σημαίνει "οδηγώ", με την προσθήκη της κατάληξης -ing για να δηλώσει τη διαδικασία. Ο όρος "frequency" προέρχεται από το λατινικό "frequentia", που σημαίνει "συχνότητα".
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια ολοκληρωμένη επισκόπηση του όρου "driving frequency", καθώς και την χρήση του σε διάφορα πλαίσια.