"Drop of pulse" είναι φράση και περιέχει ουσιαστικά.
/druːp ʌv pʌls/
Η φράση "drop of pulse" αναφέρεται συνήθως στη μείωση ή πτώση του καρδιακού σφυγμού. Στην ιατρική, αυτή η κατάσταση μπορεί να είναι ένδειξη χαμηλής καρδιακής δραστηριότητας ή άλλων προβλημάτων υγείας. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά συμφραζόμενα, κυρίως στο γραπτό πλαίσιο.
"Ο γιατρός σημείωσε μια πτώση του σφυγμού κατά τη διάρκεια της εξέτασης."
"A sudden drop of pulse can be alarming for patients."
"Μια ξαφνική πτώση του σφυγμού μπορεί να είναι ανησυχητική για τους ασθενείς."
"Monitoring the drop of pulse is crucial in emergency situations."
Η φράση "drop of pulse" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή στις ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετικές είναι οι φράσεις που υποδηλώνουν πτώση ή μείωση γενικά. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
"Ένιωσε μια πτώση ενέργειας καθώς προχωρούσε η μέρα."
"Her enthusiasm showed a drop after the feedback."
"Ο ενθουσιασμός της παρουσίασε πτώση μετά την ανατροφοδότηση."
"The stock market experienced a drop in value."
"Η αγορά μετοχών υπήρξε πτώση στην αξία."
"There was a noticeable drop in attendance at the event."
Η λέξη "drop" προέρχεται από την αγγλική λέξη "drop" που σημαίνει πτώση ή σταγόνα, με ρίζες στη μέση αγγλική γλώσσα "drouppen". Η λέξη "pulse" προέρχεται από το λατινικό "pulsus", που σημαίνει σφυγμός.
Συνώνυμα: - Decrease of pulse (μείωση του σφυγμού) - Decline of heart rate (πτώση του καρδιακού ρυθμού)
Αντώνυμα: - Rise of pulse (άνοδος του σφυγμού) - Increase of heart rate (αύξηση του καρδιακού ρυθμού)