Περίληψη: Ρήμα (verb)
/ drɒp /
Η λέξη "drop" χρησιμοποιείται κυρίως ως ρήμα και σημαίνει να αφήνεις κάτι να πέσει ή να αποβάλλεις κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή ομιλία, κυρίως σε προφορικό πλαίσιο, αλλά και σε γραπτές οδηγίες ή περιγραφές. Ανάλογα με το πλαίσιο, μπορεί να αναφέρεται και σε άλλη έννοια, όπως το να «αφήνεις» κάποιον ή κάτι (π.χ. μία σχετική ή μια υποχρέωση).
Η λέξη "drop" χρησιμοποιείται τακτικά στην αγγλική γλώσσα, με πολλές εφαρμογές σε καθημερινές και τεχνικές εκφράσεις.
I will drop the book on the floor.
Θα ρίξω το βιβλίο στο πάτωμα.
Don't drop your phone!
Μην αφήσεις το κινητό σου να πέσει!
She decided to drop her classes this semester.
Αποφάσισε να εγκαταλείψει τα μαθήματά της αυτό το εξάμηνο.
Η λέξη "drop" βρίσκεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στη αγγλική γλώσσα. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
Drop the ball
He really dropped the ball on that project.
Πράγματι, τα έκανε θάλασσα σε αυτό το έργο.
Drop someone a line
I'll drop you a line when I get back.
Θα σου στείλω ένα μήνυμα όταν επιστρέψω.
Drop dead
He told me to drop dead after our argument.
Μου είπε να πεθάνω μετά την διαμάχη μας.
Drop in
Feel free to drop in anytime.
Μη διστάσεις να έρθεις οποιαδήποτε στιγμή.
Drop a hint
She dropped a hint that she wanted a new car for her birthday.
Έδωσε ένα υπονοούμενο ότι ήθελε ένα νέο αυτοκίνητο για τα γενέθλιά της.
Η λέξη "drop" προέρχεται από την αρχαία αγγλική λέξη drēopan, που σημαίνει "να πέσει" ή "να αφήσει να πέσει". Εξελίχθηκε μέσα στους αιώνες και συνδέεται με παλιές γερμανικές ρίζες.
Συνώνυμα:
- let fall
- release
- discard
Αντώνυμα:
- catch
- hold
- retain
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "drop" καθώς και της χρήσης της στην αγγλική γλώσσα.