Το "drowning" είναι ρήμα (gerund ή παράγωγο ενός ρήματος).
/draʊnɪŋ/
Η λέξη "drowning" αναφέρεται στον θάνατο ή την κατάσταση όπου ένα άτομο (ή ζωντανό ον) καταπίνεται από υγρό και δεν μπορεί να αναπνεύσει. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται κυρίως σε περιπτώσεις σχετικές με ατυχήματα στον νερό (θάλασσα, λίμνη, πισίνα) ή σε μεταφορικές χρήσεις που αναφέρονται σε αισθήματα υπερβολικής πίεσης και καταγελίας.
Ο όρος "drowning" προτιμάται κυρίως στον γραπτό λόγο, όπως σε επιστημονικά κείμενα ή αναφορές ατυχημάτων. Όμως, χρησιμοποιείται και σε προφορικούς διαλόγους όταν αναφέρεται σε καταστάσεις κινδύνου.
Έσωσε ένα παιδί από τον πνιγμό στην πισίνα.
Drowning can happen in just a few minutes if one is not careful.
Ο πνιγμός μπορεί να συμβεί σε μερικά λεπτά αν κάποιος δεν είναι προσεκτικός.
The news reported on several cases of drowning over the weekend.
Η λέξη "drowning" μπορεί να συμμετέχει σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα:
Έχω τόσα πολλά έργα; Πνίγομαι στη δουλειά.
Drowning one's sorrows.
Βγήκε για να πιει ώστε να πνίξει τις λύπες της μετά τον χωρισμό.
Drowning in debt.
Πολλές οικογένειες πνίγονται στα χρέη λόγω της οικονομικής κατάστασης.
Drowning in information.
Ο όρος "drown" προέρχεται από το παλαιό αγγλικό "drūwan," που σημαίνει "να βυθίζω" ή "να απομακρύνω (με νερό)." Η λέξη "drowning" είναι η γερουνδία που προκύπτει από τη χρήση αυτού του ρήματος.
Συνώνυμα: - Suffocation (πνιγμός) - Asphyxiation (ασφυξία)
Αντώνυμα: - Saving (διάσωση) - Rescuing (διάσωση)