drowning - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

drowning (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "drowning" είναι ρήμα (gerund ή παράγωγο ενός ρήματος).

Φωνητική μεταγραφή

/draʊnɪŋ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "drowning" αναφέρεται στον θάνατο ή την κατάσταση όπου ένα άτομο (ή ζωντανό ον) καταπίνεται από υγρό και δεν μπορεί να αναπνεύσει. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται κυρίως σε περιπτώσεις σχετικές με ατυχήματα στον νερό (θάλασσα, λίμνη, πισίνα) ή σε μεταφορικές χρήσεις που αναφέρονται σε αισθήματα υπερβολικής πίεσης και καταγελίας.

Χρησιμοποιείται στη γλώσσα

Ο όρος "drowning" προτιμάται κυρίως στον γραπτό λόγο, όπως σε επιστημονικά κείμενα ή αναφορές ατυχημάτων. Όμως, χρησιμοποιείται και σε προφορικούς διαλόγους όταν αναφέρεται σε καταστάσεις κινδύνου.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. He saved a child from drowning in the pool.
  2. Έσωσε ένα παιδί από τον πνιγμό στην πισίνα.

  3. Drowning can happen in just a few minutes if one is not careful.

  4. Ο πνιγμός μπορεί να συμβεί σε μερικά λεπτά αν κάποιος δεν είναι προσεκτικός.

  5. The news reported on several cases of drowning over the weekend.

  6. Τα νέα ανέφεραν πολλές περιπτώσεις πνιγμού κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "drowning" μπορεί να συμμετέχει σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα:

  1. Drowning in work.
  2. I have so many projects; I'm drowning in work.
  3. Έχω τόσα πολλά έργα; Πνίγομαι στη δουλειά.

  4. Drowning one's sorrows.

  5. She went out drinking to drown her sorrows after the breakup.
  6. Βγήκε για να πιει ώστε να πνίξει τις λύπες της μετά τον χωρισμό.

  7. Drowning in debt.

  8. Many families are drowning in debt due to the economic situation.
  9. Πολλές οικογένειες πνίγονται στα χρέη λόγω της οικονομικής κατάστασης.

  10. Drowning in information.

  11. In this digital age, we are all drowning in information.
  12. Σε αυτήν την ψηφιακή εποχή, όλοι πνιγόμαστε στην πληροφορία.

Ετυμολογία

Ο όρος "drown" προέρχεται από το παλαιό αγγλικό "drūwan," που σημαίνει "να βυθίζω" ή "να απομακρύνω (με νερό)." Η λέξη "drowning" είναι η γερουνδία που προκύπτει από τη χρήση αυτού του ρήματος.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Suffocation (πνιγμός) - Asphyxiation (ασφυξία)

Αντώνυμα: - Saving (διάσωση) - Rescuing (διάσωση)



25-07-2024