Drug plant: ουσιαστικό (noun)
/ drʌɡ plænt /
Ο όρος drug plant, αναφέρεται σε φυτά που χρησιμοποιούνται στην παρασκευή φαρμάκων ή που έχουν θεραπευτικές ιδιότητες. Αυτά τα φυτά περιέχουν φυσικές χημικές ενώσεις που μπορεί να είναι ευεργετικές για την υγεία ή να χρησιμοποιούνται σε ιατρικές θεραπείες. Η χρήση τους είναι συχνή και στην παραδοσιακή ιατρική καθώς και σε σύγχρονες φαρμακευτικές εφαρμογές.
The drug plant was integral to the development of new medicines.
(Το φαρμακευτικό φυτό ήταν καίριας σημασίας για την ανάπτυξη νέων φαρμάκων.)
Many cultures have relied on drug plants for traditional healing practices.
(Πολλές κουλτούρες βασίζονται σε φαρμακευτικά φυτά για παραδοσιακές θεραπείες.)
Researchers are studying various drug plants to discover their potential benefits.
(Οι ερευνητές μελετούν διάφορα φαρμακευτικά φυτά για να ανακαλύψουν τα πιθανά οφέλη τους.)
Ο όρος "drug plant" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η έννοια των φαρμακευτικών φυτών παρατηρείται σε διάφορες φράσεις που αναφέρονται στη θεραπεία και τη φυσική ιατρική.
A drug plant a day keeps the doctor away.
(Ένα φαρμακευτικό φυτό την ημέρα κρατά το γιατρό μακριά.)
Harvesting drug plants can be a rewarding practice for herbalists.
(Η συγκομιδή φαρμακευτικών φυτών μπορεί να είναι μια ικανοποιητική πρακτική για τους βοτανολόγους.)
Integrating drug plants into modern medicine is a growing trend.
(Η ενσωμάτωση φαρμακευτικών φυτών στη σύγχρονη ιατρική είναι μια αναπτυσσόμενη τάση.)
Ο όρος drug προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη "drogge", που σημαίνει φάρμακο. Ο όρος plant προέρχεται από τη λατινική λέξη "planta", που σημαίνει φυτό ή σπόρος.