Η φράση "drunk and disorderly" αναφέρεται σε ένα άτομο που είναι μεθυσμένο και συμπεριφέρεται με ανωμαλία ή αναταραχή, συχνά σε δημόσιο χώρο. Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικό ή κοινωνικό πλαίσιο για να περιγράψει συμπεριφορά που παραβιάζει τις νόμιμες ή κοινωνικές προσδοκίες. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, κυρίως σε γραπτά και νομικά κείμενα, αλλά και σε προφορικό λόγο.
Άρπαξε από την αστυνομία επειδή ήταν μεθυστός και ανώμαλος στο δρόμο.
The bar closed early because there were too many drunk and disorderly patrons.
Η φράση "drunk and disorderly" χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει καταστάσεις που σχετίζονται με ακατάλληλη ή ενοχλητική συμπεριφορά λόγω μέθης.
Μετά από μια έξοδο, έγινε μεθυστός και ανώμαλος, προκαλώντας αναστάτωση στο εστιατόριο.
The police often deal with drunk and disorderly individuals on weekends.
Η αστυνομία συχνά ασχολείται με μεθυσμένα και ανώμαλα άτομα τα Σαββατοκύριακα.
They were charged with being drunk and disorderly after the football match.
Κατηγορήθηκαν για μεθυσμένοι και ανώμαλοι μετά τον ποδοσφαιρικό αγώνα.
Being drunk and disorderly in public can lead to legal troubles.
Η φράση προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, όπου "drunk" σημαίνει "υπό την επήρεια αλκοόλ" και "disorderly" αναφέρεται σε συμπεριφορά που είναι ακατάλληλη ή ανατρεπτική για την κοινωνική τάξη.
Inebriated and disruptive
Αντώνυμα: