"dry bread" είναι φράση που περιλαμβάνει δύο μέρη: το "dry" είναι επίθετο και το "bread" είναι ουσιαστικό.
/draɪ brɛd/
Ο όρος "dry bread" αναφέρεται σε ψωμί που έχει χάσει την υγρασία του και είναι σκληρό, σπαστό ή δύσκολο να μασήσει. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει ψωμί που δεν είναι φρέσκο και δεν έχει τη μαλακή υφή που θα έπρεπε να έχει.
Η χρήση της φράσης είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε συνταγές ή περιγραφές φαγητού, και λιγότερο στον προφορικό λόγο.
"Χρησιμοποίησα ξηρό ψωμί για να φτιάξω ψίχουλα για τη συνταγή."
"Dry bread can be quite hard to eat without something moist."
"Το ξηρό ψωμί μπορεί να είναι αρκετά δύσκολο να το φας χωρίς κάτι υγρό."
"She soaked the dry bread in water before adding it to the soup."
Η φράση "dry bread" δεν είναι διαδεδομένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις που περιγράφουν κατάσταση ή την δύσκολη περίσταση.
"Να ζεις με ξηρό ψωμί μπορεί να είναι δύσκολο κατά τις δύσκολες περιόδους."
"In this economy, many families are surviving on dry bread and water."
"Σε αυτή την οικονομία, πολλές οικογένειες επιβιώνουν με ξηρό ψωμί και νερό."
"He joked that his diet consisted of nothing but dry bread."
Η λέξη "dry" προέρχεται από την Παλαιά Αγγλική "drig" που σημαίνει "χωρίς υγρασία". Η λέξη "bread" προέρχεται από την Παλαιά Αγγλική "brēad" που σημαίνει "κομμάτι", αναφερόμενη στο ψωμί ως τρόφιμο.
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη παρουσίαση της φράσης "dry bread".