Dry feeder είναι φράση και χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.
/fraɪ ˈfiːdə/
Ο όρος dry feeder αναφέρεται σε τύπους τροφοδοτικών που παρέχουν ξηρές τροφές σε ζώα, όπως π.χ. σε κτηνοτροφία ή σε κατοικίδια. Συνήθως πρόκειται για συσκευές ή μηχανισμούς που σχεδιάζονται να διανέμουν τροφή χωρίς υγρά, διασφαλίζοντας έτσι ότι οι τροφές παραμένουν ξερές και κάνουν τη διαδικασία σίτισης πιο αποτελεσματική.
Η χρήση της φράσης dry feeder παρατηρείται κυρίως στον τομέα της γεωργίας και της κτηνιατρικής, ιδιαίτερα σε διαλόγους που αφορούν τη φροντίδα ζώων. Η συχνότητα χρήσης της είναι μεγαλύτερη σε γραπτό κείμενο λόγω των επαγγελματικών και τεχνικών κειμένων που σχετίζονται με την εκτροφή ζώων.
Ο αγρότης εγκατέστησε έναν νέο ξηρό τροφοδότη στην αποθήκη.
A dry feeder can help reduce waste of animal feed.
Ένας ξηρός τροφοδότης μπορεί να βοηθήσει στη μείωση της σπατάλης των ζωοτροφών.
We recommend using a dry feeder during the winter months.
Η φράση dry feeder δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο ορισμένα ευρύτερα γνωστά ιδιώματα που σχετίζονται με την τροφή μπορούν να σας ενδιαφέρουν. Ακολουθούν μερικές προτάσεις που χρησιμοποιούν τη λέξη στο πλαίσιο της τροφής και της προμήθειας:
"Δεν μπορείς πάντα να βασίζεσαι σε έναν ξηρό τροφοδότη για σταθερή προμήθεια."
"A reliable dry feeder will ensure your livestock are well-fed."
"Ένας αξιόπιστος ξηρός τροφοδότης θα εξασφαλίσει ότι τα ζώα σου είναι καλά σιτισμένα."
"It's important to check the dry feeder regularly for blockages."
Η λέξη dry προέρχεται από την παλαιοαγγλική λέξη "drȳge," η οποία σημαίνει χωρίς υγρασία. Η λέξη feeder προέρχεται από το ρήμα "feed", που σημαίνει να παρέχεις τροφή, και την κατάληξη "-er" που δηλώνει το άτομο ή τη συσκευή που κάνει μια ενέργεια.
Συνώνυμα: - Trough (ταΐστρα) - Dispenser (διανομέας)
Αντώνυμα: - Wet feeder (υγρός τροφοδότης) - Liquid feeder (υγρός διανομέας)