Το "dual induction logging" είναι μια φράση που λειτουργεί ως υποκείμενο ή αντικείμενο στις προτάσεις και δεν έχει συγκεκριμένο αναγνωρίσιμο μέρος του λόγου. Ωστόσο, αν εξετάσουμε την έννοια κάθε λέξης: - dual: επίθετο - induction: ουσιαστικό - logging: ουσιαστικό (ή ρήμα, ανάλογα με τη χρήση)
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /ˈduːəl ɪnˈdʌkʃən ˈlɔɡɪŋ/
Το "dual induction logging" είναι μια μέθοδος γεωφυσικής εξερεύνησης που χρησιμοποιείται σε πετρελαιοσκοπήσεις για τη μέτρηση των ηλεκτρικών χαρακτηριστικών των γεωλογικών σχηματισμών. Αυτή η τεχνική συνδυάζει δύο τύπους επαγωγής (induction) για να παρέχει λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με την καταλληλότητα ενός σχηματισμού για την παραγωγή πετρελαίου ή αερίου.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα, επομένως η χρήση του είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο. Στον προφορικό λόγο, μπορεί επίσης να εμφανιστεί αλλά λιγότερο συχνά.
Ο μηχανικός εξήγησε τη διαδικασία της διπλής επαγωγικής καταγραφής κατά τη διάρκεια της παρουσίασης.
We used dual induction logging to assess the reservoir's potential.
Χρησιμοποιήσαμε τη διπλή επαγωγική καταγραφή για να αξιολογήσουμε το δυναμικό του ταμιευτήρα.
The results from dual induction logging were analyzed to determine the best drilling locations.
Η φράση "dual induction logging" δεν είναι ιδιαίτερα συχνά χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να εμφανίζεται σε ειδικά συμφραζόμενα που σχετίζονται με το πετροχημικό ή γεωλογικό τομέα. Ακολουθούν ορισμένες προτάσεις σχετικές με το επαγγελματικό πεδίο:
Η διπλή επαγωγική καταγραφή παρέχει κρίσιμες πληροφορίες για αποφάσεις γεώτρησης.
In geophysical surveys, dual induction logging is essential for understanding subsurface conditions.
Στις γεωφυσικές έρευνες, η διπλή επαγωγική καταγραφή είναι απαραίτητη για την κατανόηση των υπογείων συνθηκών.
Professionals rely on dual induction logging to enhance exploration accuracy.
Συνώνυμα: - Dual logging - Induction methods
Αντώνυμα: - Single induction logging (μοναδική επαγωγική καταγραφή) - Non-inductive methods (μη επαγωγικές μέθοδοι)