Dual operation είναι μια φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈdjuːəl ˌɒpəˈreɪʃən/
Η φράση "dual operation" αναφέρεται σε μια διαδικασία ή λειτουργία που περιλαμβάνει δύο ταυτόχρονες ή συνδεδεμένες ενέργειες. Συνήθως χρησιμοποιείται σε επιστημονικά, τεχνολογικά ή επιχειρηματικά πλαίσια για να περιγράψει την ταυτόχρονη λειτουργία δύο συστημάτων ή διαδικασιών. Η χρήση της φράσης είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται προφορικά σε ειδικές συζητήσεις.
The robot was designed for dual operation, allowing it to assemble parts while painting them.
(Ο ρομπότ σχεδιάστηκε για διπλή λειτουργία, επιτρέποντάς του να συναρμολογεί τμήματα ενώ τα βάφει.)
In the new software, dual operation enhances efficiency by running two processes simultaneously.
(Στο νέο λογισμικό, η διπλή λειτουργία ενισχύει την αποτελεσματικότητα, εκτελώντας δύο διαδικασίες ταυτόχρονα.)
Η φράση "dual operation" δεν έχει ευρέως γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορείτε να τη δέσετε με άλλες φράσεις ή περιγραφές που χρησιμοποιούν την ιδέα της ταυτόχρονης ή συνεργατικής λειτουργίας. Παρακάτω παρατίθενται κάποιες σχετικές προτάσεις:
The dual operation of the heart and lungs is essential for survival.
(Η διπλή λειτουργία της καρδιάς και των πνευμόνων είναι ουσιώδης για την επιβίωση.)
Utilizing a dual operation strategy can lead to better outcomes in negotiations.
(Η χρήση στρατηγικής διπλής λειτουργίας μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερα αποτελέσματα στις διαπραγματεύσεις.)
In many devices, dual operation modes allow users to switch between performance and energy-saving settings.
(Σε πολλές συσκευές, οι τρόποι διπλής λειτουργίας επιτρέπουν στους χρήστες να επιλέγουν ανάμεσα σε ρυθμίσεις απόδοσης και εξοικονόμησης ενέργειας.)
Η λέξη "dual" προέρχεται από τη λατινική λέξη "dualis", που σημαίνει "δίδυμος" ή "διπλός". Η λέξη "operation" προέρχεται από τη λατινική "operatio", που σημαίνει "έργο" ή "εργασία", και συνδυάζει τις έννοιες των δύο λέξεων σε μία φράση που αναφέρεται σε διπλές ή παράλληλες ενέργειες.
Συνώνυμα: - Dual function (διπλή λειτουργία) - Twofold operation (δίπλη επιχείρηση)
Αντώνυμα: - Singular operation (μοναδική λειτουργία) - Single function (μόνη πηγή)