Ο όρος "dual statement" είναι ένα ουσιαστικό.
[djuːəl ˈsteɪtmənt]
Η "dual statement" αναφέρεται σε μια δήλωση που εκφράζει δύο σχετικές ή αντίθετες σκέψεις, απόψεις ή ιδέες. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά, μαθηματικά ή φιλοσοφικά συμφραζόμενα. Στην αγγλική γλώσσα, οι "dual statements" χρησιμοποιούνται συχνά σε γραπτά κείμενα, αλλά μπορούν επίσης να εμφανίζονται και στον προφορικό λόγο. Η χρήση της είναι σχετικά σπάνια, αλλά μπορεί να γίνει πιο συχνή σε συγκεκριμένα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά πλαίσια.
Η διπλή δήλωση γεγονότων προσφέρει σαφήνεια στην επιχειρηματολογία.
In mathematics, a dual statement can clarify relationships between variables.
Στα μαθηματικά, μια διπλή δήλωση μπορεί να διευκρινίσει τις σχέσεις μεταξύ των μεταβλητών.
His dual statement regarding the issue raised eyebrows among the committee members.
Η "dual statement" δεν είναι ιδιαίτερα συνδεδεμένη με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες περιπτώσεις που περιγράφουν αντιφατικές ή πολυδιάστατες καταστάσεις:
Είναι μια διπλή δήλωση προθέσεων, που αντικατοπτρίζει τόσο πάθος όσο και προσοχή.
The politician's speech was filled with dual statements that confused the audience.
Ο λόγος του πολιτικού ήταν γεμάτος διπλές δηλώσεις που μπέρδεψαν το κοινό.
In a dual statement format, one can express agreement while noting disagreement.
Σε μια μορφή διπλής δήλωσης, μπορεί κανείς να εκφράσει συμφωνία ενώ παρατηρεί διαφωνία.
She gave a dual statement about her goals, highlighting both personal and professional aspirations.
Η λέξη "dual" προέρχεται από το λατινικό "dualis", που σημαίνει "διπλός". Η λέξη "statement" προέρχεται από το λατινικό "stare", που σημαίνει "στέκομαι", με την έννοια ότι η δήλωση "στέκεται" ως δήλωση ή αναφορά σε πληροφορίες.
Συνώνυμα: - Binary statement - Dual declaration
Αντώνυμα: - Singular statement - Simple statement