Dubbing είναι ουσιαστικό (noun) και ρήμα (verb).
/dʌbɪŋ/
Η λέξη "dubbing" αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία η αρχική φωνητική ή ηχητική αναπαραγωγή μιας ταινίας ή τηλεοπτικής σειράς αντικαθίσταται από νέα φωνητικά εφέ ή διάλογο, συχνά σε διαφορετική γλώσσα. Είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη για την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία, και η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αλλά κυρίως στον τομέα του κινηματογράφου και της τηλεόρασης.
Η ταινία κυκλοφόρησε στη γλώσσα της, αλλά το ντουμπλάρισμα την έκανε προσβάσιμη σε διεθνές κοινό.
I prefer watching movies in their original version rather than with dubbing.
Προτιμώ να παρακολουθώ ταινίες στην αυθεντική τους έκδοση παρά με ντουμπλάρισμα.
Dubbing can sometimes lose the essence of the original performance.
Η λέξη "dubbing" δεν είναι τόσο κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις που σχετίζονται με τις τέχνες και τα μέσα ενημέρωσης. Ακολουθούν μερικές τέτοιες προτάσεις:
Αποφάσισαν να κάνουν το ντουμπλάρισμα σε πολλές γλώσσες για να φτάσουν σε ευρύτερο κοινό.
The quality of dubbing can make or break a movie's success in foreign markets.
Η ποιότητα του ντουμπλαρίσματος μπορεί να καθορίσει την επιτυχία μιας ταινίας σε ξένες αγορές.
Some actors won't accept roles if they think the dubbing will ruin their performance.
Ορισμένοι ηθοποιοί δεν αποδέχονται ρόλους αν πιστεύουν ότι το ντουμπλάρισμα θα καταστρέψει την ερμηνεία τους.
Dubbing is a critical process in making films accessible to non-native speakers.
Η λέξη "dubbing" προέρχεται από το ρήμα "dub", το οποίο σημαίνει "να δώσει ένα όνομα" ή "να προστεθεί ήχος". Έχει τις ρίζες της στη μεσαιωνική αγγλική γλώσσα, και η χρησιμοποιούμενη έννοια του ντουμπλαρίσματος προήλθε από τη διαδικασία ηχογράφησης και αναπαραγωγής ήχου.
Συνώνυμα: - Voiceover - Audio dubbing - Re-recording
Αντώνυμα: - Subtitling (υπότιτλοι) - Original audio (αυθεντικός ήχος)