duplicate είναι ουσιαστικό και ρήμα.
/ˈdjuː.plɪ.kət/
Η λέξη "duplicate" στα Αγγλικά αναφέρεται σε κάτι που είναι ακριβές αντίγραφο ή επανάληψη ενός άλλου αντικειμένου ή εγγράφου. Χρησιμοποιείται συνήθως σε γραπτά και επίσημα συμφραζόμενα, αλλά μπορεί να συναντηθεί και στην προφορική ομιλία. Η συχνότητα χρήσης της είναι μεσαία και είναι πιο κοινή σε γραπτά κείμενα, ειδικά στον τομέα της επιχειρηματικής γραφειοκρατίας και οργάνωσης.
Χρειαζόμαστε να φτιάξουμε ένα αντίγραφο εγγράφου για τη συνάντηση.
Can you please duplicate this document for everyone?
Μπορείς σε παρακαλώ να αντιγράψεις αυτό το έγγραφο για όλους;
The duplicate documents will be archived for future reference.
Η λέξη "duplicate" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε επαγγελματικά και γραφειοκρατικά περιβάλλοντα.
Πρέπει να αποφύγουμε να διπλασιάσουμε τις προσπάθειες σε αυτό το έργο.
Duplicate copies
Παρακαλώ παρέχετε αντίγραφα του συμβολαίου και για τις δύο πλευρές.
No duplicates allowed
Σε αυτόν τον διαγωνισμό, δεν επιτρέπονται διπλότυπα.
Duplicate invoices
Λάβαμε διπλότυπες τιμολόγια που χρειάζονται διόρθωση.
Distance between duplicates
Η λέξη "duplicate" προέρχεται από το λατινικό "duplicatus", το οποίο σημαίνει "διπλό" ή "αναδιπλωμένο". Πηγάζει από τη ρίζα "duplus" που σημαίνει "διπλάσιο".
Συνώνυμα: - Copy (αντίγραφο) - Replica (αντίγραφο) - Reproduction (αναπαραγωγή)
Αντώνυμα: - Original (πρωτότυπο) - Unique (μοναδικό)