Dust deposit: Ουσιαστικό
/dʌst dɪˈpɒzɪt/
Ο όρος dust deposit αναφέρεται στην ποσότητα σκόνης που έχει συσσωρευτεί ή κατατεθεί σε μια συγκεκριμένη επιφάνεια ή περιοχή. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιβάλλοντα που εξετάζουν τη ρύπανση ή τη συντήρηση χώρων, καθώς και σε επιστημονικά και βιομηχανικά συμφραζόμενα. Είναι μια φράση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αν και είναι πιθανότερο να εμφανίζεται σε γραπτές αναφορές, μελέτες ή αναλύσεις.
The dust deposit on the furniture indicated that it hadn’t been cleaned for weeks.
Η σκόνη που είχε συσσωρευτεί στα έπιπλα υποδεικνύει ότι δεν είχαν καθαριστεί εδώ και εβδομάδες.
Researchers measured the dust deposit in the area to assess the air quality.
Οι ερευνητές μέτρησαν την κατάθεση σκόνης στην περιοχή για να αξιολογήσουν την ποιότητα του αέρα.
A thick dust deposit covered the entire floor after the construction work.
Μια παχιά σκόνη κάλυπτε ολόκληρο το δάπεδο μετά από τις οικοδομικές εργασίες.
Η φράση "dust deposit" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, ορισμένες εκφράσεις μπορεί να σχετίζονται με την έννοια της σκόνης ή της ακαταστασίας γενικότερα.
"Out of sight, out of mind, until the dust deposit reminds you."
"Όποιο δεν φαίνεται, δεν υπάρχει, μέχρι να σου θυμίσει η σκόνη."
"Don't let the dust deposit accumulate like your unresolved issues."
"Μην αφήνεις τη σκόνη να συσσωρεύεται όπως τα άλυτα ζητήματα."
"Just like a dust deposit, sometimes problems pile up quietly."
"Όπως η σκόνη, μερικές φορές τα προβλήματα μαζεύονται σιωπηλά."
"You need to clear the dust deposit from your life to see clearly."
"Πρέπει να καθαρίσεις τη σκόνη από τη ζωή σου για να δεις καθαρά."
Η λέξη "dust" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "dust" που σημαίνει σκόνη, ενώ "deposit" προέρχεται από το λατινικό "deponere", που σημαίνει να βάζεις κάτι κάτω ή να το αφήνεις.
Συνώνυμα:
- Dust accumulation (αθροισμένη σκόνη)
- Dust buildup (συσσώρευση σκόνης)
Αντώνυμα:
- Cleanliness (καθαριότητα)
- Purity (καθαρότητα)