Το "dust-control" είναι ένα ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /dʌst kənˈtroʊl/
Ο όρος "dust-control" αναφέρεται σε τεχνικές, διαδικασίες ή μέτρα που λαμβάνονται για τη μείωση ή την αποφυγή της σκόνης σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Χρησιμοποιείται συχνά στην οικοδομική και βιομηχανική δραστηριότητα, καθώς και σε περιβάλλοντα όπου η σκόνη μπορεί να επηρεάσει την υγεία ή την εργασία.
Ο όρος χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο σε τεχνικά και επιστημονικά πλαίσια, όπως σε βιομηχανικές διαδικασίες ή στην περιβαλλοντική πολιτική. Έχει μέτρια έως υψηλή συχνότητα χρήσης και συναντάται συνήθως σε γραπτό κείμενο, αν και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε προφορικό λόγο.
Εφαρμόσαμε μια στρατηγική ελέγχου σκόνης για να βελτιώσουμε την ποιότητα του αέρα στον χώρο της οικοδομής.
Effective dust-control measures are essential for worker safety in industrial areas.
Αποτελεσματικά μέτρα ελέγχου σκόνης είναι απαραίτητα για την ασφάλεια των εργαζομένων σε βιομηχανικές περιοχές.
The city has adopted new dust-control regulations to combat air pollution.
Ο όρος "dust-control" μπορεί να μην χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν κάποιες κοντινές φράσεις που σχετίζονται με την ανάγκη για διαχείριση της σκόνης:
Το "μακριά από τα μάτια, μακριά από την καρδιά" μπορεί να σχετίζεται με τον έλεγχο σκόνης, καθώς η σκόνη συχνά γίνεται ένα ξεχασμένο ζήτημα μέχρι να συσσωρευτεί.
"Bite the bullet" applies when businesses must decide to invest in dust-control systems to prevent health issues."
Το "να δαγκώσεις τη σφαίρα" ισχύει όταν οι επιχειρήσεις πρέπει να αποφασίσουν να επενδύσουν σε συστήματα ελέγχου σκόνης για να αποτρέψουν προβλήματα υγείας.
"Clean slate" can signify starting fresh with new dust-control practices in a facility."
Ο όρος "dust" προέρχεται από τη λατινική λέξη "dustum," που σημαίνει σκόνη, ενώ το "control" προέρχεται από το λατινικό "controllare," που σημαίνει να ελέγχεις ή να κρατάς υπό έλεγχο.