Ο όρος "dustman" είναι ένα ουσιαστικό.
/dʌst.mən/
Η λέξη "dustman" αναφέρεται σε κάποιον που απασχολείται στη συλλογή και αποκομιδή σκουπιδιών και απορριμμάτων. Χρησιμοποιείται κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, αλλά επίσης χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο, συνήθως σε ανεπίσημες συνομιλίες.
Ο σκουπιδιάρης έρχεται κάθε Τρίτη για να μαζέψει τα απορρίμματα.
I saw the dustman emptying the bins in my street.
Ο όρος "dustman" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με άλλες φράσεις σε προτάσεις. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
"Δουλεύει σαν σκουπιδιάρης για να βγάλει αρκετά χρήματα."
"After the party, it looked like a dustman's convention at my house."
"Μετά το πάρτι, φαινόταν σαν μια σκουπιδιάρικη σύναξη στο σπίτι μου."
"Don't leave your trash for the dustman; take it out yourself."
Η λέξη "dustman" προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "dust" (σκόνη, βρωμιά) και "man" (άνθρωπος). Συνήθως αναφέρεται σε κάποιον που ασχολείται με την απομάκρυνση της βρωμιάς και των απορριμμάτων.
Συνώνυμα: - refuse collector - garbage man
Αντώνυμα: - homeowner (ιδιοκτήτης σπιτιού) - cleaner (καθαριστής, αν αναφέρεται σε κάποιον που καθαρίζει τον εσωτερικό χώρο)