Dwarfism είναι ουσιαστικό.
/ˈdwɔːrfɪzəm/
Το dwarfism αναφέρεται σε μια μη φυσιολογική κατάσταση ανάπτυξης που χαρακτηρίζεται από ανεπαρκή ύψος κατά την παιδική ηλικία, αποτέλεσμα γενετικών ή άλλων ιατρικών παραγόντων. Οι ενήλικες με νανισμό συνήθως έχουν ύψος κάτω από 1.47 μέτρα (4 πόδια 10 ίντσες). Χρησιμοποιείται ευρέως και στην ιατρική, αλλά και σε κοινωνικά ζητήματα που αφορούν τα άτομα με αναπτυξιακές διαταραχές.
"Dwarfism is often misunderstood by the general public."
"Ο νανισμός συχνά παρεξηγείται από το ευρύ κοινό."
"People with dwarfism can lead normal and fulfilling lives."
"Άτομα με νανισμό μπορούν να έχουν φυσιολογικές και πλήρεις ζωές."
"Research on dwarfism has increased in recent years."
"Η έρευνα για το νανισμό έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια."
Ο όρος "dwarfism" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν παρόμοιες φράσεις που αναφέρονται σε άτομα με αναπτυξιακές ανωμαλίες ή προκλήσεις. Ωστόσο, υπάρχουν υπερβολικές εκφράσεις που σχετίζονται με άτομα με μικρό ανάστημα:
"He may be small in stature, but he has a huge heart."
"Μπορεί να είναι μικρός σε ανάστημα, αλλά έχει μια τεράστια καρδιά."
"Don't judge a book by its cover, someone with dwarfism can be a great friend."
"Μη κρίνεις ένα βιβλίο από το εξώφυλλό του, κάποιος με νανισμό μπορεί να είναι σπουδαίος φίλος."
"The talents of individuals, irrespective of their dwarfism, can shine bright."
"Οι ταλέντα των ατόμων, ανεξάρτητα από τον νανισμό τους, μπορούν να ακτινοβολούν."
Η λέξη dwarf προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "dweorg," που σημαίνει "νάνος". Το "-ism" προστίθεται ως κατάληξη για να σχηματίσει το ουσιαστικό που αναφέρεται σε μια κατάσταση ή ιδέα, οπότε το dwarfism σημαίνει ουσιαστικά την κατάσταση του να είσαι νάνος.
short stature
Αντώνυμα: