Ο όρος "dye-stuff" είναι ένα ονομαστικό ουσιαστικό.
/dɑɪ stʌf/
Η λέξη "dye-stuff" αναφέρεται σε οποιαδήποτε ουσία ή υλικό που χρησιμοποιείται για την κατασκευή βαφών, επιτρέποντας τη χρώση άλλων υλικών, όπως ύφασμα, μαλλί ή πανομοιότυπα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε βιομηχανικά και δημιουργικά περιβάλλοντα.
Η λέξη "dye-stuff" είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε κείμενα που αφορούν τη χημεία, την κλωστοϋφαντουργία ή τις εφαρμογές καλλιτεχνίας. Θεωρείται λιγότερο συχνό στον προφορικό λόγο.
"The artist used a natural dye-stuff to create vibrant colors."
"Ο καλλιτέχνης χρησιμοποίησε μια φυσική βαφή για να δημιουργήσει ζωντανούς χρωματισμούς."
"They developed a new dye-stuff for textiles that is environmentally friendly."
"Ανάπτυξαν μια νέα βαφή για υφάσματα που είναι φιλική προς το περιβάλλον."
"Traditional dye-stuffs are often derived from plants."
"Οι παραδοσιακές βαφές προέρχονται συχνά από φυτά."
Η λέξη "dye-stuff" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, όμως σχετίζεται με τη βιομηχανία των χρωμάτων και των τεχνών. Παρ' όλα αυτά, εδώ είναι κάποιες σχετικές εκφράσεις που χρησιμοποιούνται με αυτή τη λέξη:
"Dye-stuff on display"
Προϊόντα βαφής σε εμφάνιση.
Refers to showcasing various dye-stuffs for artistic or marketing purposes.
"Choosing the right dye-stuff"
Επιλέγοντας τη σωστή βαφή.
Emphasizes the importance of selecting the appropriate coloring agent for specific materials.
"The impact of synthetic dye-stuffs"
Η επίδραση των συνθετικών βαφών.
Discusses the environmental and health impacts of synthetic dyes compared to natural alternatives.
Η λέξη "dye" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "dye" (θνητός, δηλαδή να χρωματίσω), ενώ το "stuff" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "stoff", που σημαίνει υλικό ή ουσία. Ο συνδυασμός διευρύνει την έννοια της χρωστικής ως υλικό που χρωματίζει.