Υποκείμενο / ουσιαστικό
/dɪsˈdʒɛnɪsɪs/
Η λέξη "dysgenesis" αναφέρεται σε μια αναπτυξιακή ανωμαλία που σχετίζεται με τη δημιουργία ή τον σχηματισμό οργανισμών, καθώς και γεννητικών οργάνων. Συνήθως χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της ιατρικής και της γενετικής για να περιγράψει ανωμαλίες στη γέννηση ή την ανάπτυξη οργάνων. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, κυρίως σε επιστημονικά κείμενα.
The patient was diagnosed with severe dysgenesis of the reproductive organs.
(Ο ασθενής διαγνώστηκε με σοβαρή δυσγενέση των αναπαραγωγικών οργάνων.)
Dysgenesis can lead to various complications if not diagnosed early.
(Η δυσγενέση μπορεί να προκαλέσει διάφορες επιπλοκές αν δεν διαγνωστεί νωρίς.)
Researchers are studying the genetic factors that contribute to dysgenesis.
(Οι ερευνητές μελετούν τους γενετικούς παράγοντες που συμβάλλουν στη δυσγενέση.)
Η λέξη "dysgenesis" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή ομιλία. Ωστόσο, μπορεί να συναντηθεί σε επιστημονικές ή ιατρικές αναφορές ως μέρος περισσότερων σύνθετων όρων ή ορολογιών:
Gonadal dysgenesis affects the proper formation of gonads such as ovaries and testes. (Η γονική δυσγενέση επηρεάζει την σωστή σχηματοποίηση των γονάδων όπως οι ωοθήκες και οι όρχεις.)
Testicular dysgenesis syndrome is associated with a range of reproductive health issues. (Το σύνδρομο δυσγενέσεως των όρχεων σχετίζεται με μια σειρά προβλημάτων αναπαραγωγικής υγείας.)
Thyroid dysgenesis can lead to significant endocrine complications in infants. (Η δυσγενέση του θυρεοειδούς μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές ενδοκρινικές επιπλοκές στα βρέφη.)
Η λέξη "dysgenesis" προέρχεται από την ελληνική ρίζα "dys-" που σημαίνει "δύσκολος" ή "παθολογικός", και "genesis" που σημαίνει "γέννηση" ή "σχηματισμός". Έτσι, η λέξη συνοπτικά δηλώνει μια "δύσκολη ή ανώμαλη γέννηση".
Δυσπλασία
Αντώνυμα: