Επίθετο
/dɪsˈfɛmɪk/
Η λέξη "dysphemic" αναφέρεται σε μια γλώσσα ή έκφραση που είναι προσβλητική ή αρνητική, συχνά με σκοπό να βλάψει ή να υπονομεύσει. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γλώσσες για να περιγράψει τη χρήση ορισμένων λέξεων ή όρων που έχουν αρνητική χροιά. Στη γλώσσα των Αγγλικών, αυτός ο όρος μπορεί να υποδηλώνει κάτι που σχετίζεται με την πρόθεση να προκαλέσει αρνητική αντίληψη για ένα άτομο ή μια ομάδα.
Η χρήση της λέξης "dysphemic" είναι σχετικά σπάνια στα Αγγλικά, και μπορεί να εμφανίζεται περισσότερο σε ακαδημαϊκά ή θεωρητικά συμφραζόμενα παρά σε καθημερινές συνομιλίες. Συνήθως χρησιμοποιείται σε γραπτό λόγο, όπως σε λογοτεχνία, ψυχολογία και κοινωνική ανάλυση.
The speaker used a dysphemic term to describe the situation.
(Ο ομιλητής χρησιμοποίησε έναν δυσφημικό όρο για να περιγράψει την κατάσταση.)
Her dysphemic language clearly indicated her anger.
(Η δυσφημική γλώσσα της προφανώς υποδείκνυε τον θυμό της.)
It's important to avoid dysphemic expressions when discussing sensitive topics.
(Είναι σημαντικό να αποφεύγονται οι δυσφημικές εκφράσεις όταν συζητούνται ευαίσθητα θέματα.)
Η λέξη "dysphemic" δεν είναι συνήθως ενταγμένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά παρακάτω υπάρχουν παραδείγματα που δείχνουν τη χρήση της:
Using dysphemic language doesn't help in resolving conflicts.
(Η χρήση δυσφημικής γλώσσας δεν βοηθά στην επίλυση συγκρούσεων.)
A dysphemic approach to the issue may alienate potential allies.
(Μια δυσφημική προσέγγιση στο ζήτημα μπορεί να αποξενώσει πιθανούς συμμάχους.)
Dysphemic words often backfire in public discourse.
(Οι δυσφημικές λέξεις συχνά προκαλούν αντίκτυπο στον δημόσιο λόγο.)
When representing marginalized groups, avoiding dysphemic phrases is vital.
(Όταν αναπαριστάμε ομάδες που έχουν περιθωριοποιηθεί, η αποφυγή δυσφημικών φράσεων είναι ζωτικής σημασίας.)
Η λέξη "dysphemic" προέρχεται από το πρόθεμα "dys-", που σημαίνει "κακό" ή "δυσάρεστο", και την λέξη "pheme", που προέρχεται από τα Ελληνικά "φήμη" που σημαίνει "φήμη" ή "λόγος".
Συνώνυμα: - Offensive (προσβλητικός) - Disparaging (καταφρονητικός)
Αντώνυμα: - Euphemistic (ευφημικός) - Complimentary (κολακευτικός)