Ο συνδυασμός "dystrophic diarrhea" αποτελεί ουσιαστικό (noun) στην αγγλική γλώσσα.
/dɪsˈtrɒfɪk ˈdaɪəˌrɪə/
Η "dystrophic diarrhea" αναφέρεται σε διάρροια που σχετίζεται με δυστροφία, μια κατάσταση που προκαλεί κακή ανάπτυξη ή απώλεια ιστού στους μύες ή σε άλλα όργανα. Αυτός ο τύπος διάρροιας μπορεί να σχετίζεται με διατροφικές ανεπάρκειες ή παθολογικά αίτια που επηρεάζουν την απορρόφηση θρεπτικών ουσιών. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά ή επιστημονικά κείμενα, και η συχνότητα χρήσης της είναι περιορισμένη, πιο συχνά σε γραπτό λόγο.
Ο ασθενής διαγνώστηκε με δυστροφική διάρροια λόγω κακής διατροφής.
Dystrophic diarrhea can lead to severe dehydration if not treated promptly.
Η φράση "dystrophic diarrhea" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σχετικά ιατρικά συμφραζόμενα. Παρακάτω είναι μερικές προτάσεις που περιλαμβάνουν ηχηρές εκφράσεις:
Το παιδί παρουσίασε συμπτώματα δυστροφικής διάρροιας, καθιστώντας κρίσιμο να παρακολουθείται η πρόσληψή του προσεκτικά.
Managing dystrophic diarrhea requires a comprehensive approach to diet and hydration.
Η λέξη "dystrophic" προέρχεται από το ελληνικό "δυστροφία" (dystrophia), που συνδυάζει τα "δυσ-" (bad) και "τροφία" (nutrition), ενώ η "διάρροια" προέρχεται από το ελληνικό "διάρροια" (diarrhoea) και σημαίνει "ρέει μέσα από". Η συνένωση των δύο όρων χαρακτηρίζει μία κατάσταση όπου η διάρροια προκαλείται λόγω δυστροφικών παραγόντων.
Συνώνυμα: - Malabsorptive diarrhea (διάρροια από μη απορρόφηση) - Nutritional diarrhea (διατροφική διάρροια)
Αντώνυμα: - Constipation (δυσκοιλιότητα) - Normal bowel movement (κανονική κίνηση εντέρων)