Το "earth banking" λειτουργεί ως ουσιαστικό φράση στην Αγγλική γλώσσα.
/ɜrθ ˈbæn.kɪŋ/
Ο όρος "earth banking" αναφέρεται σε μεθόδους που σχετίζονται με την οικονομική διαχείριση και τις επενδύσεις που έχουν θετική επίδραση στο περιβάλλον. Συχνά αφορά πρακτικές που προάγουν την αειφορία, την περιβαλλοντική διαχείριση και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Η χρήση του "earth banking" είναι πιο κοινή σε γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε κείμενα που αφορούν την οικολογία, τις επιχειρησιακές στρατηγικές και τις χρηματοοικονομικές πολιτικές.
"Η έννοια της γη τραπεζικής κερδίζει δημοτικότητα μεταξύ επενδυτών που είναι ευαίσθητοι στο περιβάλλον."
"Many companies are adopting earth banking practices to improve their sustainability efforts."
"Πολλές εταιρείες υιοθετούν πρακτικές γη τραπεζικής για να βελτιώσουν τις προσπάθειές τους για αειφορία."
"Earth banking can help mitigate the effects of climate change."
Ο όρος "earth banking" δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής σε γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε συζητήσεις σχετικά με την οικολογική σταθερότητα και την αειφορία.
"Η επένδυση σε πρακτικές γη τραπεζικής είναι ένα βήμα προς τη «πράσινη» χρηματοδότηση."
"Earth banking initiatives encourage responsible resource management."
"Οι πρωτοβουλίες γη τραπεζικής ενθαρρύνουν τη υπεύθυνη διαχείριση πόρων."
"Through earth banking, we can create a more sustainable economy."
Ο όρος "earth" προέρχεται από τη παλαιά Αγγλική λέξη "eorðe," που σημαίνει "γη" ή "έδαφος". Η λέξη "banking" προέρχεται από τη λατινική λέξη "banca," που σήμαινε "τραπεζαρία" ή "πάγκος" και χρησιμοποιούνταν στην έννοια της χρηματοοικονομικής συναλλαγής.
Συνώνυμα: - Sustainable finance (βιώσιμη χρηματοδότηση) - Eco-friendly banking (φιλική προς το περιβάλλον τραπεζική)
Αντώνυμα: - Unsustainable practices (μη βιώσιμες πρακτικές) - Environmental degradation (εικολογική υποβάθμιση)