Το "earthquake damage" είναι μια φράση που περιλαμβάνει ένα ουσιαστικό, "damage", το οποίο αναφέρεται σε ζημιά, και το επίθετο "earthquake" που προσδιορίζει τη δραστηριότητα που προκάλεσε αυτήν την ζημιά.
/ˈɜrθ.kweɪk ˈdæm.ɪdʒ/
Ο όρος "earthquake damage" αναφέρεται στις ζημιές που προκαλούνται σε κτίρια, υποδομές και φυσικό περιβάλλον από έναν σεισμό. Οι ζημιές μπορεί να είναι σωματικές (όπως ρωγμές σε τοίχους) ή να επηρεάζουν την ασφάλεια και λειτουργία των κτηρίων.
Η χρήση της φράσης είναι συχνή σε τεχνικές αναφορές, επιστημονικά άρθρα και ανακοινώσεις κυβερνητικών οργανισμών. Η φράση χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Η ζημιά από τον σεισμό αξιολογήθηκε από μια ομάδα μηχανικών.
Many buildings were left in ruins due to the earthquake damage.
Πολλά κτήρια άφησαν ερείπια λόγω της ζημιάς από τον σεισμό.
Emergency funds were allocated for the repair of earthquake damage.
Η φράση "earthquake damage" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε φράσεις που περιγράφουν τις συνέπειες ή την αντιμετώπιση των σεισμών:
Μετά τον σεισμό, η κοινότητα ενωμένη προσπάθησε να αντιμετωπίσει τη ζημιά από τον σεισμό.
The government implemented strict building codes to minimize earthquake damage.
Η κυβέρνηση εφάρμοσε αυστηρούς οικοδομικούς κανονισμούς για να μειώσει τη ζημιά από τους σεισμούς.
Many people were left homeless due to the extensive earthquake damage.
Η λέξη "earthquake" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "eorðe" (γη) και "cwecan" (κινώ) που σημαίνει "κίνηση της γης". Ο όρος "damage" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "damagier" που σημαίνει "να βλάπτει" ή "να προκαλεί ζημιά".
Συνώνυμα: - seismic damage (σεισμική ζημιά) - structural damage (δομική ζημιά)
Αντώνυμα: - structural integrity (δομική ακεραιότητα) - safety (ασφάλεια)