economize - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

economize (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Ρήμα

Φωνητική Μεταγραφή

/ɪˈkɒnəmaɪz/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της Λέξης

Η λέξη "economize" σημαίνει να καταναλώνει κανείς λιγότερους πόρους, κυρίως χρήματα, ή να χρησιμοποιεί πιο αποτελεσματικά τους πόρους του. Χρησιμοποιείται συχνά όταν αναφερόμαστε στην διαχείριση χρημάτων και πόρων, είτε σε προσωπικό επίπεδο είτε σε επιχειρηματικό. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά χαμηλότερη στο προφορικό λόγο, με πιο συχνή παρουσία στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε επαγγελματικές και οικονομικές συζητήσεις.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. We need to economize on our travel expenses this year.
    Χρειαζόμαστε να εξοικονομήσουμε στα έξοδα ταξιδιού μας φέτος.

  2. She always finds ways to economize when grocery shopping.
    Πάντα βρίσκει τρόπους να οικονομεί όταν ψωνίζει τρόφιμα.

  3. Companies are trying to economize in order to increase their profits.
    Οι εταιρείες προσπαθούν να περιορίσουν δαπάνες για να αυξήσουν τα κέρδη τους.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "economize" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που αφορούν τη διαχείριση χρημάτων. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:

  1. "It's time to economize or we'll be in debt."
    Είναι καιρός να εξοικονομήσουμε ή θα χρεωθούμε.

  2. "She learned to economize her time as well as her money."
    Έμαθε να εξοικονομεί τον χρόνο της όπως και τα χρήματά της.

  3. "In tough times, we must economize on luxuries."
    Σε δύσκολους καιρούς, πρέπει να περιορίζουμε τις πολυτέλειες.

  4. "To survive in this economy, we need to economize like never before."
    Για να επιβιώσουμε σε αυτήν την οικονομία, πρέπει να οικονομούμε όπως ποτέ πριν.

Ετυμολογία της Λέξης

Η λέξη "economize" προέρχεται από το γαλλικό "économiser" και το ελληνικό "οικονομία", που σημαίνει τη συστηματική διαχείριση και οργάνωση των οικονομικών πόρων.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Save (εξοικονομώ) - Conserve (διατηρώ) - Cut back (περιορίζω)

Αντώνυμα: - Spend (ξοδεύω) - Waste (σπαταλώ) - Squander (σπαταλώ, καταχρώμαι)



25-07-2024