Επίθετο (edible) + ουσιαστικό (quality)
/ˈɛd.ɪ.bəl ˈkwɒl.ɪ.ti/
Η φράση "edible quality" αναφέρεται στην ποιότητα ενός προϊόντος ή τροφής που το καθιστά κατάλληλο προς κατανάλωση. Η χρήση της φράσης είναι κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε επιστημονικά ή διατροφικά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, αλλά μπορεί να είναι πιο κοινή μεταξύ επαγγελματιών της διατροφής και των παραγωγών τροφίμων.
The chef emphasized the importance of maintaining edible quality in all dishes.
Ο σεφ τόνισε τη σημασία της διατήρησης της βρώσιμης ποιότητας σε όλα τα πιάτα.
Regular inspections help ensure the edible quality of the produce before it reaches consumers.
Οι τακτικοί έλεγχοι βοηθούν να διασφαλιστεί η βρώσιμη ποιότητα των προϊόντων πριν φτάσουν στους καταναλωτές.
The edible quality of the mushrooms can vary significantly depending on the season.
Η βρώσιμη ποιότητα των μανιταριών μπορεί να διαφέρει σημαντικά ανάλογα με την εποχή.
Η φράση "edible quality" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με κάποιες.
Eat your words: We need to improve the edible quality of our products if we want to succeed.
Φάε τα λόγια σου: Πρέπει να βελτιώσουμε τη βρώσιμη ποιότητα των προϊόντων μας αν θέλουμε να πετύχουμε.
You can’t judge a book by its cover: The edible quality of this dish is far better than its appearance.
Δεν μπορείς να κρίνεις ένα βιβλίο από το εξώφυλλο: Η βρώσιμη ποιότητα αυτού του πιάτου είναι πολύ καλύτερη από την εμφάνισή του.
We’re having a good run: The edible quality of our ingredients has improved in the last few months.
Έχουμε μια καλή πορεία: Η βρώσιμη ποιότητα των συστατικών μας έχει βελτιωθεί τους τελευταίους μήνες.
Η λέξη "edible" προέρχεται από τη λατινική λέξη "edibilis", ενώ η "quality" προέρχεται από τη λατινική "qualitas". Η σύνθεση των λέξεων δημιουργεί την έννοια της "βρώσιμης ποιότητας".
Αυτές οι πληροφορίες συνοψίζουν τη σημασία και τη χρήση της φράσης "edible quality".