effectivity: ουσιαστικό (noun)
/ɪˈfɛktɪvɪti/
Η λέξη "effectivity" αναφέρεται στην ικανότητα ή στο βαθμό στον οποίο κάτι επιτυγχάνει το επιθυμητό αποτέλεσμα ή τον στόχο του. Στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά σε επαγγελματικά και ακαδημαϊκά πλαίσια, αναφερόμενη σε στρατηγικές, πολιτικές ή διαδικασίες που έχουν σχεδιαστεί για να είναι αποτελεσματικές.
Συχνότητα Χρήσης: Η "effectivity" χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό λόγο, όπως αναφορές ή ερευνητικά έγγραφα, παρά στον προφορικό λόγο.
Η αποτελεσματικότητα της νέας πολιτικής θα αξιολογηθεί μετά από έξι μήνες.
Many companies are focusing on the effectivity of their marketing strategies.
Πολλές εταιρείες εστιάζουν στην αποδοτικότητα των στρατηγικών μάρκετινγκ τους.
The researchers concluded that the effectivity of the treatment varied among individuals.
Η λέξη "effectivity" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά συνδέεται με άλλες έννοιες. Παρόλα αυτά, υπάρχουν ορισμένες εκφράσεις ή φράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια της αποτελεσματικότητας:
Αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας μιας εκστρατείας.
Improving the effectivity of the system
Βελτίωση της αποτελεσματικότητας του συστήματος.
Maximizing effectivity in the workplace
Μέγιστη αποδοτικότητα στον χώρο εργασίας.
Effectivity measures must be in place
Οι μετρήσεις αποτελεσματικότητας πρέπει να εφαρμόζονται.
Effectivity reviews are essential for success
Η λέξη "effectivity" προέρχεται από τη λέξη "effective", που σημαίνει "αποτελεσματικός", με την προσθήκη του επιθηματικού "ity", το οποίο υποδηλώνει κατάσταση ή ποιότητα.
Συνώνυμα: - effectiveness - efficacy - efficiency
Αντώνυμα: - ineffectiveness - inefficiency - ineffectuality