Ρήμα
/ɛfˈfrænˌtʃaɪz/
Η λέξη "effranchise" σημαίνει να απελευθερώνεις κάποιον από περιορισμούς ή να του παρέχεις δικαιώματα, κυρίως σε σχέση με το δικαίωμα ψήφου. Χρησιμοποιείται κυρίως σε πολιτικά συμφραζόμενα.
The new law aims to effranchise the previously marginalized communities.
Η νέα νομοθεσία αποσκοπεί να απελευθερώσει τις προηγουμένως περιθωριοποιημένες κοινότητες.
They worked hard to effranchise all citizens, regardless of their background.
Δούλεψαν σκληρά για να προσφέρουν δικαιώματα σε όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως υποβάθρου.
Η λέξη "effranchise" δεν είναι συνήθως μέλος ιδιωματικών φράσεων, αλλά σχετίζεται με την έννοια της πολιτικής και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ωστόσο, προγραμματίζουμε προτάσεις που δίνουν έμφαση στη χρήση της λέξης:
The movement seeks to effranchise those who have been oppressed.
Η κίνηση αποσκοπεί να απελευθερώσει όσους έχουν καταπιεστεί.
Effranchising is crucial for fostering a democratic society.
Η απελευθέρωση είναι κρίσιμη για την ανάπτυξη μιας δημοκρατικής κοινωνίας.
Activists campaigned tirelessly to effranchise every eligible voter.
Οι ακτιβιστές εκστρατείας εργάστηκαν ακούραστα για να απελευθερώσουν κάθε δικαιούχο ψηφοφόρο.
Η λέξη "effranchise" προέρχεται από τη σύνθεση της πρόθεσης "ef-" που σημαίνει "από" ή "μακριά" και της λέξης "franchise", που συνδέεται με τη συμμετοχή σε πολιτικά ή κοινωνικά δικαιώματα.
Συνώνυμα - Liberate (απελευθερώνω) - Emancipate (απελευθερώνω)
Αντώνυμα - Enslave (υπουργοποιώ) - Restrict (περιορίζω)