Egress point είναι ουσιαστικό.
/ˈiːɡrɛs pɔɪnt/
Ο όρος "egress point" χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα των δικτύων και της πληροφορικής, αναφερόμενος σε ένα σημείο όπου οι πληροφορίες ή οι δεδομένα εξέρχονται από ένα δίκτυο ή σύστημα. Στη φυσική ή αρχιτεκτονική, μπορεί να αναφέρεται σε σημεία που επιτρέπουν την έξοδο σε μια ασφαλή διαδρομή.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά και επιστημονικά συμφραζόμενα, κυρίως στους τομείς της δικτυακής ασφάλειας, των υπολογιστικών συστημάτων και της σχεδίασης κτιρίων.
Συχνότητα Χρήσης: Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτές τεχνικές αναφορές, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις σε συγκεκριμένα επαγγελματικά περιβάλλοντα.
The egress point must be clearly marked in case of an emergency.
(Το σημείο εξόδου πρέπει να είναι καθαρά σημειωμένο σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.)
Network administrators monitor the egress point for any suspicious activity.
(Οι διαχειριστές δικτύων παρακολουθούν το σημείο εξόδου για οποιαδήποτε ύποπτη δραστηριότητα.)
Ensuring proper ventilation at the egress point is essential for safety.
(Η εξασφάλιση σωστής αερισμού στο σημείο εξόδου είναι απαραίτητη για την ασφάλεια.)
Ο όρος "egress point" δεν είναι συνήθως συνδεδεμένος με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες τεχνικές φράσεις που επικεντρώνονται στη διαδικασία εξόδου ή ασφάλειας.
Make sure the egress point is functional during the fire drill.
(Βεβαιωθείτε ότι το σημείο εξόδου είναι λειτουργικό κατά τη διάρκεια της πυροσβεστικής άσκησης.)
During a security audit, we check the egress point to ensure it meets standards.
(Κατά τη διάρκεια μιας ασφάλειας επιθεώρησης, ελέγχουμε το σημείο εξόδου για να διασφαλίσουμε ότι πληροί τα πρότυπα.)
The egress point should be accessible for emergency services.
(Το σημείο εξόδου θα πρέπει να είναι προσβάσιμο για τις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης.)
Ο όρος "egress" προέρχεται από τη λατινική λέξη egressus, που σημαίνει "έξοδος" ή "απόδραση", και "point" προέρχεται από τη Γαλλική λέξη point, που σημαίνει "σημείο".